ΠΡΟΚΛΟΣ



Έλληνας νεοπλατωνικός φιλόσοφος. Γεννήθηκε το 410 ή 412 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε το 485 στην Αθήνα. Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια ρητορική με δασκάλους τους Λεωνά και Ωρίωνα και φιλοσοφία με δασκάλους τους Ολυμπιόδωρο και Ήρωνα. Αργότερα συνέχισε τις σπουδές του στην Αθήνα, όπου υπήρξε μαθητής του Πλούταρχου και του Συνέσιου. Προσπάθησε να εντάξει όλες τις παλαιότερες φιλοσοφικές θεωρίες μέσα σε μία αυστηρή ταξινόμηση των ιδεών και γι' αυτό ονομάστηκε "Χέγκελ της αρχαιότητας". Κύρια έργα του: σχόλια στους διαλόγους "Αλκιβιάδης Α΄ ", "Παρμενίδης", "Κρατύλος", "Πολιτεία" και "Τίμαιος" του Πλάτωνα, τα θεωρητικά "Στοιχείωσις θεολογική", "Εις την Πλάτωνος θεολογίαν" κ.ά., υπομνήματα σε έργα του Ησίοδου, Ομήρου, Ευκλείδη, Πτολεμαίου κ.ά.


Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και την Αθήνα, στην αρχή Ρητορική, αργότερα Φιλοσοφία και Μαθηματικά. Δάσκαλοί του υπήρξαν ο Ολυμπιόδωρος και ο μαθηματικός Ήρωνας. Μέχρι το θάνατό του, το 485μ.Χ., ήταν διευθυντής της Πλατωνικής Ακαδημίας στην Αθήνα που, ως γνωστό, έκλεισε ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός (529 μ.Χ.) με διάταγμα που απαγόρευε τη διδασκαλία της φιλοσοφίας.

Ο Πρόκλος ήταν βαθύτατα θρησκευτικός, εσωτεριστής, οραματιστής αλλά και φιλάνθρωπος με κοινωνική δράση. Υπήρξε πολυγραφότατος. Το έργο του αποτελείται από μελέτες της Πλατωνικής μεταφυσικής, φιλοσοφικές έρευνες, καθώς και από μία συνοπτική μελέτη της ελληνικής λογοτεχνίας. Ακόμη, έγραψε ύμνους στους αρχαίους θεούς. Αναγνώριζε πως, μέσα από τους θρησκευτικούς ύμνους (ελλην. ρίζα υμν = δεσμός, σύνδεσμος), ο φιλόσοφος εγείρει τη θεϊκή φύση και ανοίγει το δρόμο προς την τελείωση, και στη συνέχεια τη θέωση.
Ένα από τα κυριότερα έργα του είναι η "Στοιχείωση Θεολογική". Σε αυτό πραγματεύεται τη μεταφυσική διάρθρωση του Όντος. Συγκεκριμένα, λέει ότι:
Καθετί που μετέχει στο ΕΝ, είναι και ένα, και όχι μείον ένα.
Καθετί που γίνεται ένα, γίνεται ένα από τη συμμετοχή τους στο ΕΝ.
Καθετί που είναι ενωμένο, είναι διαφορετικό από το ΕΝ καθεαυτό.
Κάθε πλήθος έπεται του Ενός.
Η καινοτομία του Πρόκλου βρίσκεται στην εισαγωγή της μεταφυσικής των ΕΝΑΔΩΝ. Όπως ο Νους αποτελείται από Νόες και η Ψυχή από ψυχές, έτσι και το ΕΝ αποτελείται από ΕΝΑΔΕΣ. Οι ΕΝΑΔΕΣ είναι κατώτερες του Ενός, αλλά ανώτερες του Νου. Πέρα, όμως, από το θεωρητικό υπόβαθρο, ο Πρόκλος πιστεύει στη θρησκευτική πρακτική. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις θεουργικές ιεροτελεστίες, την αστρολογία και την ανάκληση θεών. Στο έργο του "Θεολογούμενα Πλάτωνος" ορίζει τη θεουργία ως δύναμη υψηλότερη από κάθε ανθρώπινη σοφία, που περιέχει όλα τα αγαθά της μαντικής, τις καθαρτήριες δυνάμεις της μύησης, και γενικά τις λειτουργίες κάθε κατοχής. Σύμφωνα με τον Πρόκλο, η θεουργία βοηθά τους πιστούς να ξεφύγουν από την ειμαρμένη, να ανέλθουν μέχρι το νοητό πυρ και να εξασφαλίσουν την αθανασία της ψυχής. Στη θεουργία γινόταν, ακόμα, χρήση μαγικών αγαλματιδίων. Είχαν προέλευση στην πρωτόγονη πίστη ότι υπάρχει μια αλληλεπίδραση, μια φυσική συμπάθεια που ενώνει μυστικά το πρωτότυπο με την
εικόνα, δηλαδή το Θεό με την υλική αναπαράστασή του. Αυτή την αντίληψη φαίνεται ότι υιοθέτησε ο χριστιανισμός με τις χειροποίητες και θαυματουργές εικόνες του.
Στη θεουργία ο Πρόκλος μυήθηκε από την Ασκληπιγένεια, την κόρη του Πλούταρχου του Αθηναίου, που ήταν επικεφαλής της Ακαδημίας Αθηνών, και είχε μυήσει σε βάθος την κόρη του στα μυστικά της θεουργίας. Η Ασκληπιγένεια τού αποκάλυψε τις παλαιές μυστηριακές τελετές (τα ιερά "όργια") και τη χαλδαϊκή μαγεία. Μόνο αυτή είχε αυτές τις γνώσεις από τότε που πέθανε ο πατέρας της. Μετά τη μαθητεία κοντά της, ο Πρόκλος απέκτησε την ικανότητα να βλέπει θεία οράματα, να προκαλεί βροχή, ακόμη και να θεραπεύει ανίατες ασθένειες. Η Ασκληπιγένεια συνέχισε να διδάσκει ακόμη και όταν ο φιλόσοφος Μαρίνος διαδέχθηκε τον Πρόκλο. Παράλληλα συνεργαζόταν με αρκετές άλλες γυναίκες για τη συνέχιση της Σχολής.
Δάσκαλος του Πρόκλου υπήρξε και ο διάδοχος του Πλούταρχου στην Ακαδημία, ο Συριανός, με τον οποίο συνδέθηκε με μεγάλη φιλία. Σώζεται επιτύμβιο επίγραμμα όπου μαρτυριέται η ευγνωμοσύνη του Πρόκλου για τη διδασκαλία που δέχθηκε από τον Συριανό. Θα ήθελα να τελειώσω με τα λόγια αυτού του επιγράμματος που έγραψε ο ίδιος ο Πρόκλος:
"Πρόκλος εγώ υπήρξα Λύκιος στην καταγωγή, αυτόν που ο Συριανός έθρεψε εδώ με τη διδασκαλία του ως διάδοχό του. Αυτός ο κοινός τάφος δέχθηκε τα σώματα και των δύο, κι είθε να λάχει και στις ψυχές τους τόπος κοινός".



Εις Αθηνάν Πολυμήτιν
«Εισάκουσε με, τέκνο του ασπιδοφόρου Διός, που ξεπήδησες από την πηγή του γεννήτορα και από την κορυφή της σειράς, αντρόψυχη, ασπιδοφόρα, μεγαλοδύναμη, κόρη του ισχυρού πατέρα, Παλλάδα, Τριτογένεια, χρυσόκρανη εσύ που κραδαίνεις το δόρυ, εισάκουσέ με. Δέξου, δέσποινα, τον ύμνο με διάθεση ευμενή και μην αφήσεις ποτέ έτσι τα λόγια μου στο έλεος των ανέμων, εσύ που άνοιξες τις θεοπάτητες πύλες της σοφίας και δάμασες τα φύλλα των χθόνιων Γιγάντων που πολέμησαν τους θεούς. εσύ που αποφεύγοντας τον πόθο του ερωτοχτυπημένου Ηφαίστου διαφύλαξες το αδάμαστο χαλινάρι της παρθενίας σου. Εσύ που στον αιθέρα έσωσες ακέραιη την καρδιά του βασιλέα Βάκχου, ο οποίος κάποτε σπαράχτηκε από τα χέρια των Τιτάνων, και την πήρες και την έφερες στον πατέρα, για να ξαναγεννηθεί στον Κόσμο ένας νέος Διόνυσος από την Σεμέλη σύμφωνα με τις άρρητες βουλές του πατέρα. Εσύ που το τσεκούρι σου, αφού έκοψε σύρριζα τα θηριώδη κεφάλια, σταμάτησε τη γένεση των παθών της παντεπόπτριας Εκάτης. Εσύ που αγάπησες τη σεβαστή δύναμη των αρετών που αφυπνίζουν τους θνητούς. Εσύ που στόλισες ολόκληρη τη ζωή με πολύμορφες τέχνες βάζοντας μέσα στις ψυχές νοητική δημιουργία. Εσύ που έλαβες την Ακρόπολη στην ψηλόκορφο βράχο, σύμβολο, δέσποινα της κορυφής της μεγάλης σου σειράς. Εσύ που αγάπησες την αντροθρέφτρα γη, τη μητέρα των βιβλίων, αντιστεκόμενη στον ιερό πόθο του πατραδελφού σου, και έδωσες στην πόλη να έχει το όνομα και την ευγενή σοφία σου. Εκεί, κάτω από τις παρυφές της κορφής του βουνού έκανες να βλαστήσει μια ελιά, σημάδι της μάχης ολοφάνερο για τους μεταγενέστερους. Τότε με την καθοδήγηση του Ποσειδώνα ένα τεράστιο κύμα που σηκώθηκε από την θάλασσα έπεσε πάνω στους απογόνους του Κέκροπα, πλήττοντας τα πάντα με τα πολυτάραχα νερά του.
Εισάκουσέ με, εσύ που ακτινοβολείς αγνό φώς από το πρόσωπο σου. Δώσε μακάριο λιμάνι σε μένα που περιπλανιέμαι περί γαία, δώσε στην ψυχή μου αγνό φως, σοφία και έρωτα από τους ιερούς μύθους σου. Έμπνευσε στον ερωτά μου τόση και τέτοια δύναμη, ώστε από τους κόλπους της γης να με τραβήξει και πάλι προς τον Όλυμπο, στην κατοικία του πατέρα σου. Κι αν κάποιο βαρύ σφάλμα της ζωής μου με δαμάζει – γιατί γνωρίζω ότι μαστίζομαι από πολλές, κάθε φορά διαφορετικές, ανόσιες πράξεις, τις οποίες διέπραξα με ασύνετο θυμό – , λυπήσου με, θεά με την γλυκιά βουλή, Σώτειρα των θνητών, και μη με αφήσεις να γίνω λάφυρο και έρμαιο των τρομερών Ποινών πεσμένο σο έδαφος. Γιατί καυχιέμαι ότι ανήκω σε σένα. Δώσε στα μέλη μου σταθερή και αβασάνιστη υγεία, και διώχνε τις αγέλες των πικρών νόσων που λειώνουν τη σάρκα, ναι ικετεύω, βασίλισσα, και με το αθάνατο χέρι σου σταμάτα όλη την αθλιότητα των μαύρων πόνων. Δώσε στο ταξίδι της ζωής μου ήπιους ανέμους, παιδιά, σύζυγο, κλέος, λατρευτή χαρά, πειθώ, συζητήσεις με φίλους, εύστροφο νου, δύναμη εναντίον των εχθρών, εξέχουσα θέση μεταξύ του λαού. Εισάκουσέ με, εισάκουσε με, βασίλισσα. Ενώπιον σου προσέρχομαι με θερμές ικεσίες λόγω επιτακτικής ανάγκης. Κι εσύ εισάκουσέ με με ευμένεια.  -
Κλῦθί μευ, αἰγιόχοιο Διὸς τέκος, ἡ γενετῆρος
πηγῆς ἐκπροθοροῦσα καὶ ἀκροτάτης ἀπὸ σειρῆς·
ἀρσενόθυμε, φέρασπι, μεγασθενές, ὀβριμοπάτρη,
Παλλάς, Τριτογένεια, δορυσσόε, χρυσεοπήληξ,
κέκλυθι· δέχνυσο δ᾽ ὕμνον ἐύφρονι, πότνια, θυμῷ,
μηδ᾽ αὔτως ἀνέμοισιν ἐμόν ποτε μῦθον ἐάσῃς,
ἡ σοφίης πετάσασα θεοστιβέας πυλεῶνας
καὶ χθονίων δαμάσασα θεημάχα φῦλα Γιγάντων·
ἣ πόθον Ἡφαίστοιο λιλαιομένοιο φυγοῦσα
παρθενίης ἐφύλαξας ἑῆς ἀδάμαντα χαλινόν·
ἣ κραδίην ἐσάωσας ἀμιστύλλευτον ἄνακτος
αἰθέρος ἐν γυάλοισι μεριζομένου ποτὲ Βάκχου
Τιτήνων ὑπὸ χερσί, πόρες δέ ἑ πατρὶ φέρουσα,
ὄφρα νέος βουλῇσιν ὑπ᾽ ἀρρήτοισι τοκῆος
ἐκ Σεμέλης περὶ κόσμον ἀνηβήσῃ Διόνυσος·
ἧς πέλεκυς, θήρεια ταμὼν προθέλυμνα κάρηνα,
πανδερκοῦς Ἑκάτης παθέων ηὔνησε γενέθλην·
ἣ κράτος ἤραο σεμνὸν ἐγερσιβρότων ἀρετάων·
ἣ βίοτον κόσμησας ὅλον πολυειδέσι τέχναις
δημιοεργείην νοερὴν ψυχαῖσι βαλοῦσα·
ἣ λάχες ἀκροπόληα καθ᾽ ὑψιλόφοιο κολώνης,
σύμβολον ἀκροτάτης μεγάλης σέο, πότνια, σειρῆς·
ἣ χθόνα βωτιάνειραν ἐφίλαο, μητέρα βίβλων,
πατροκασιγνήτοιο βιησαμένη πόθον ἱρόν,
οὔνομα δ᾽ ἄστεϊ δῶκας ἔχειν σέο καὶ φρένας ἐσθλάς·
ἔνθα μάχης ἀρίδηλον ὑπὸ σφυρὸν οὔρεος ἄκρον
σῆμα καὶ ὀψιγόνοισιν ἀνεβλάστησας ἐλαίην,
εὖτ᾽ ἐπὶ Κεκροπίδῃσι Ποσειδάωνος ἀρωγῇ
μυρίον ἐκ πόντοιο κυκώμενον ἤλυθε κῦμα,
πάντα πολυφλοίσβοισιν ἑοῖς ῥεέθροισιν ἱμάσσον.
κλῦθί μευ, ἡ φάος ἁγνὸν ἀπαστράπτουσα προσώπου·
δὸς δέ μοι ὄλβιον ὅρμον ἀλωομένῳ περὶ γαῖαν,
δὸς ψυχῇ φάος ἁγνὸν ἀπ᾽ εὐιέρων σέο μύθων
καὶ σοφίην καὶ ἔρωτα· μένος δ᾽ ἔμπνευσον ἔρωτι
τοσσάτιον καὶ τοῖον, ὅσον χθονίων ἀπὸ κόλπων
αὖ ἐρύσῃ πρὸς Ὄλυμπον ἐς ἤθεα πατρὸς ἐῆος.
εἰ δέ τις ἀμπλακίη με κακὴ βιότοιο δαμάζει-
οἶδα γάρ, ὡς πολλοῖσιν ἐρίχθομαι ἄλλοθεν ἄλλαις
πρήξεσιν οὐχ ὁσίαις, τὰς ἤλιτον ἄφρονι θυμῷ-,
ἵλαθι, μειλιχόβουλε, σαόμβροτε, μηδέ μ᾽ ἐάσῃς
ῥιγεδαναῖς Ποιναῖσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γενέσθαι
κείμενον ἐν δαπέδοισιν, ὅτι τεὸς εὔχομαι εἶναι.
δὸς γυίοις μελέων σταθερὴν καὶ ἀπήμον᾽ ὑγείην,
σαρκοτακῶν δ᾽ ἀπέλαυνε πικρῶν ἀγελάσματα νούσων,
ναί, λίτομαι, βασίλεια, καὶ ἀμβροσίῃ σέο χειρὶ
παῦσον ὅλην κακότητα μελαινάων ὀδυνάων.
δὸς βιότῳ πλώοντι γαληνιόωντας ἀήτας,
τέκνα, λέχος, κλέος, ὄλβον, ἐυφροσύνην ἐρατεινήν,
πειθώ, στωμυλίην φιλίης, νόον ἀγκυλομήτην,
κάρτος ἐπ᾽ ἀντιβίοισι, προεδρίην ἐνὶ λαοῖς.
κέκλυθι, κέκλυθ᾽, ἄνασσα· πολύλλιστος δέ σ᾽ ἱκάνω
χρειοῖ ἀναγκαίῃ· σὺ δὲ μείλιχον οὖας ὑπόσχες».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

ShareThis