Στην συνέχεια για να γίνουμε πιο επεξηγηματικοί και ποιο κατανοητοί θα χρησιμοποιήσουμε ως εργαλείο και οδηγό μας ποιόν άλλο παρά τον Σωκράτη και ιδικά του Πλατωνικού «Φαίδρου» και βέβαια τον Πρόκλο και ιδικά την «Κατά Πλάτωνα θεολογία, βιβλίο Δ’, κεφάλαια Α’ – Κς’ (1.1 – 78.5) (ιδικά τα κεφάλαια Ε’ - Θ‘)», έτσι θα προβούμε στο να αντιγράψουμε κάποιο μεγάλο συνεχόμενο χωρίο. Δεν θα το παραθέσουμε όμως σε συνεχόμενη μορφή αλλά κομμάτι – κομμάτι, έτσι ώστε να μπορέσει ο αναγνώστης να δει ταυτόχρονα τόσο τις υπογραμμίσεις στην «απόδοση» και στο αρχαίο κείμενο αλλά και το τι ακριβώς εκεί λέγεται.
Ο Πλάτων λοιπόν στον «Φαίδρο» αναφέρει ότι : ………………..Δια να εξηγήσουμε τι πράγμα είναι η αυτή, η ψυχή, έχουμε οπωσδήποτε ανάγκη εντελώς θείας επιστήμης και μακράς διηγήσεως, τουναντίον δε ανθρώπινης επιστήμης και μικρότερης διηγήσεως δια να δώσουμε μιαν εικόνα αυτής (εν συγκρίσει προς κάτι άλλο παρόμοιο). Κατά αυτόν λοιπόν τον τρόπο ας λέγουμε, ομοιάζει δε ακριβώς η ψυχή με δύναμη σύμφυτη, αποτελούμενη από ζεύγος πτερωτών ίππων και από ηνίοχο. Αλλά οι μεν ίπποι και οι ηνίοχοι όλοι των θείων είναι οι ίδιοι αγαθοί και εκ καλής καταγωγής, των δε άλλων έμψυχων είναι μεικτοί. Και πρώτον μεν οι ηνίοχος ημών διευθύνει ζεύγος ίππων, αλλά ευρίσκει ότι ο μεν ένας ίππος του είναι ωραίος και εξαίρετος και από ανάλογο γένος, ο δε άλλος είναι και εξ αντιθέτου γένους και αντίθετος του πρώτου. Η ηνιόχησις λοιπόν του ιδικού μας οχήματος είναι κατά ανάγκη επίπονος και δύσκολος. Θα προσπαθήσουμε επομένως να εξηγήσουμε κατά ποιόν τρόπο μερικά μεν (από τα έμψυχα) ονομάστηκαν θνητά ζώα, άλλα δε αθάνατα.
Εν γένει οι ψυχές ασχολούνται με παν το άψυχο, περιφερόμενες εις όλο το σύμπαν και λαμβάνουν κατά καιρούς ποικίλα είδη. Όταν μεν λοιπόν η ψυχή είναι τέλεια και πτερωτή, πλανάται εις τον αιθέρα και όλον τον Κόσμο διοικεί. Όταν όμως χάσει τα φτερά της φέρεται εδώ και εκεί, έως ότου προσκολληθεί σε κάτι στέρεο. Εγκαθίσταται τότε εκεί και αφού έλαβε σώμα γήινο, που φαίνεται ότι κινείται αφ’ εαυτού διότι έχει την δύναμη της ψυχής, το σύνολο τούτο, η σύμπηξις δηλαδή τούτη της ψυχής και του σώματος, ονομάστηκε ζώο, το οποίο επονομάστηκε και θνητό. Ως προς το αθάνατο ον, δεν αποδεικνύεται καθόλου από ορθούς συλλογισμούς, αλλά πλάθουμε τον θεό, επειδή ούτε είδαμε ούτε νοήσαμε επαρκώς της θεία φύση, ως αθάνατο ζώο που έχει ψυχή, έχει δε και σώμα, και αυτά συμφυή αιωνίως. Αλλά το πράγμα τούτο ας έχει και ας λέγεται οπωσδήποτε είναι αρεστόν εις τον θεό. Ημείς όμως τώρα ας εξηγήσουμε διότι η ψυχή απέβαλε τα πτερά της, η αιτία δε αυτή είναι η εξής περίπου : ………………….Περὶ μὲν οὖν ἀθανασίας αὐτῆς ἱκανῶς· περὶ δὲ τῆς ἰδέας αὐτῆς ὧδε λεκτέον. οἷον μέν ἐστι, πάντῃ πάντως θείας εἶναι καὶ μακρᾶς διηγήσεως, ᾧ δὲ ἔοικεν, ἀνθρωπίνης τε καὶ ἐλάττονος· ταύτῃ οὖν λέγωμεν. ἐοικέτω δὴ συμφύτῳ δυνάμει ὑποπτέρου ζεύγους τε καὶ ἡνιόχου. θεῶν μὲν οὖν ἵπποι τε καὶ ἡνίοχοι πάντες αὐτοί τε ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν, τὸ δὲ τῶν ἄλλων μέμεικται. καὶ πρῶτον μὲν ἡμῶν ὁ ἄρχων συνωρίδος ἡνιοχεῖ, εἶτα τῶν ἵππων ὁ μὲν αὐτῷ καλός τε καὶ ἀγαθὸς καὶ ἐκ τοιούτων, ὁ δ᾽ ἐξ ἐναντίων τε καὶ ἐναντίος· χαλεπὴ δὴ καὶ δύσκολος ἐξ ἀνάγκης ἡ περὶ ἡμᾶς ἡνιόχησις. πῇ δὴ οὖν θνητόν τε καὶ ἀθάνατον ζῷον ἐκλήθη πειρατέον εἰπεῖν.
ψυχὴ πᾶσα παντὸς ἐπιμελεῖται τοῦ ἀψύχου, πάντα δὲ οὐρανὸν περιπολεῖ, ἄλλοτ᾽ ἐν ἄλλοις εἴδεσι γιγνομένη. τελέα μὲν οὖν οὖσα καὶ ἐπτερωμένη μετεωροπορεῖ τε καὶ πάντα τὸν κόσμον διοικεῖ, ἡ δὲ πτερορρυήσασα φέρεται ἕως ἂν στερεοῦ τινος ἀντιλάβηται, οὗ κατοικισθεῖσα, σῶμα γήϊνον λαβοῦσα, αὐτὸ αὑτὸ δοκοῦν κινεῖν διὰ τὴν ἐκείνης δύναμιν, ζῷον τὸ σύμπαν ἐκλήθη, ψυχὴ καὶ σῶμα παγέν, θνητόν τ᾽ ἔσχεν ἐπωνυμίαν· ἀθάνατον δὲ οὐδ᾽ ἐξ ἑνὸς λόγου λελογισμένου, ἀλλὰ πλάττομεν οὔτε ἰδόντες οὔτε ἱκανῶς νοήσαντες θεόν, ἀθάνατόν τι ζῷον, ἔχον μὲν ψυχήν, ἔχον δὲ σῶμα, τὸν ἀεὶ δὲ χρόνον ταῦτα συμπεφυκότα. ἀλλὰ ταῦτα μὲν δή, ὅπῃ τῷ θεῷ φίλον, ταύτῃ ἐχέτω τε καὶ λεγέσθω· τὴν δὲ αἰτίαν τῆς τῶν πτερῶν ἀποβολῆς, δι᾽ ἣν ψυχῆς ἀπορρεῖ, λάβωμεν. ἔστι δέ τις τοιάδε. ….(Βλ. Πλάτων «Φαίδρος, 246. a.3 – d.5).
………………Η δύναμη των πτερών εκ της φύσεως δύναται να αναβιβάζει το βαρύ υψηλά προς τους αιθέρες, όπου κατοικεί το γένος των θεών. Μετέχει δε κατά τινά τρόπο του θείου η δύναμη των πτερών περισσότερο από τις άλλες σωματικές δυνάμεις. Το θείο εξάλλου είναι ωραίο, σοφό και αγαθό και έχει κάθε άλλη ανάλογη ιδιότητα. Με αυτές λοιπόν τρέφεται και αυξάνει προ πάντων το πτέρωμα της ψυχής, με την ασχημία δε, την κακία και τις άλλες αντιθέτους ιδιότητες φθίνει και καταστρέφεται. Και ο μεν Ζευς, μέγας ηγεμόνας εις τον ουρανό, διευθύνων πτερωτό άρμα, πρώτος πορεύεται διακοσμών τα πάντα και επιμελούμενος για αυτά. Τον ακολουθεί δε στρατιά θεών και δαιμόνων κατά ένδεκα μέρη διηρημένη. Διότι μόνον η Εστία παραμένει μέσα εις τον οίκο των θεών μόνη. Οι άλλοι δε από τους δώδεκα θεούς, όσοι είναι τεταγμένοι ως άρχοντες των άλλων ταγμάτων, προηγούνται κατά την ορισθείσα σειρά.
Πολλά λοιπόν και μακάρια θεάματα και διέξοδοι υπάρχουν εντός του ουρανού, όπου περιφέρεται το γένος των ευδαιμόνων θεών, εκ των οποίων έκαστος επιτελεί την ιδιαίτερη του λειτουργία, τον ακολουθεί δε και όποιος θέλει και δύναται πάντοτε να τον ακολουθεί. Διότι ο φθόνος στέκει έξω από τον θείο τούτο χορό. Όταν μάλιστα πηγαίνουν προς εις την ευωχία και το συμπόσιο, διευθετούνται από δρόμο ανηφορικό εις την υψηλότερη κάτω από τον ουρανό αψίδα. Και τα μεν οχήματα των θεών, τηρούντα ισορροπία διότι είναι ευδιοίκητα, πορεύονται δε ευκολία, τα δε άλλα οχήματα με δυσκολία και κόπο. Διότι ο ίππος που έχει κακία παρεκκλίνει γέρνοντας και βαρύνοντας προς την γη, εάν ο ηνίοχος τους δεν τον έχει δαμάσει καλώς. Εκεί τότε η ψυχή υφίσταται δοκιμασία και αγώνα έσχατο. Πράγματι οι ψυχές που καλούνται αθάνατοι, όταν φθάσουν εις το ακρότατο σημείο του ουρανού υπερβαίνοντας τον ουράνιο θόλο, στέκονται επάνω εις αυτόν, εκεί δε ευρισκόμενες περιάγονται από την περιφορά, ενώ θεωρούν το έξω του ουρανού σύμπαν. …….……………Πέφυκεν ἡ πτεροῦ δύναμις τὸ ἐμβριθὲς ἄγειν ἄνω μετεωρίζουσα ᾗ τὸ τῶν θεῶν γένος οἰκεῖ, κεκοινώνηκε δέ πῃ μάλιστα τῶν περὶ τὸ σῶμα τοῦ θείου [ψυχή], τὸ δὲ θεῖον καλόν, σοφόν, ἀγαθόν, καὶ πᾶν ὅτι τοιοῦτον· τούτοις δὴ τρέφεταί τε καὶ αὔξεται μάλιστά γε τὸ τῆς ψυχῆς πτέρωμα, αἰσχρῷ δὲ καὶ κακῷ καὶ τοῖς ἐναντίοις φθίνει τε καὶ διόλλυται. ὁ μὲν δὴ μέγας ἡγεμὼν ἐν οὐρανῷ Ζεύς, ἐλαύνων πτηνὸν ἅρμα, πρῶτος πορεύεται, διακοσμῶν πάντα καὶ ἐπιμελούμενος· τῷ δ᾽ ἕπεται στρατιὰ θεῶν τε καὶ δαιμόνων, κατὰ ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη. μένει γὰρ Ἑστία ἐν θεῶν οἴκῳ μόνη· τῶν δὲ ἄλλων ὅσοι ἐν τῷ τῶν δώδεκα ἀριθμῷ τεταγμένοι θεοὶ ἄρχοντες ἡγοῦνται κατὰ τάξιν ἣν ἕκαστος ἐτάχθη.
πολλαὶ μὲν οὖν καὶ μακάριαι θέαι τε καὶ διέξοδοι ἐντὸς οὐρανοῦ, ἃς θεῶν γένος εὐδαιμόνων ἐπιστρέφεται πράττων ἕκαστος αὐτῶν τὸ αὑτοῦ, ἕπεται δὲ ὁ ἀεὶ ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος· φθόνος γὰρ ἔξω θείου χοροῦ ἵσταται. ὅταν δὲ δὴ πρὸς δαῖτα καὶ ἐπὶ θοίνην ἴωσιν, ἄκραν ἐπὶ τὴν ὑπουράνιον ἁψῖδα πορεύονται πρὸς ἄναντες, ᾗ δὴ τὰ μὲν θεῶν ὀχήματα ἰσορρόπως εὐήνια ὄντα ῥᾳδίως πορεύεται, τὰ δὲ ἄλλα μόγις· βρίθει γὰρ ὁ τῆς κάκης ἵππος μετέχων, ἐπὶ τὴν γῆν ῥέπων τε καὶ βαρύνων ᾧ μὴ καλῶς ἦν τεθραμμένος τῶν ἡνιόχων. ἔνθα δὴ πόνος τε καὶ ἀγὼν ἔσχατος ψυχῇ πρόκειται. αἱ μὲν γὰρ ἀθάνατοι καλούμεναι, ἡνίκ᾽ ἂν πρὸς ἄκρῳ γένωνται, ἔξω πορευθεῖσαι ἔστησαν ἐπὶ τῷ τοῦ οὐρανοῦ νώτῳ, στάσας δὲ αὐτὰς περιάγει ἡ περιφορά, αἱ δὲ θεωροῦσι τὰ ἔξω τοῦ οὐρανοῦ. ……………………….(Βλ. Πλάτων «Φαίδρος, 246.d.6 – 247.c.2).
………….Αυτόν τον υπερουράνιο τόπον ούτε τον εξύμνησε ακόμη κανείς ποιητής από τους ιδικούς μας εδώ κάτω, ούτε ποτέ θα τον εξυμνήσει κατ’ αξία. Έχει δε ούτος ως εξής. Διότι οφείλει κανείς να τολμήσει να πει την αλήθεια, ιδίως όταν ομιλεί δια αυτήν την Αλήθεια. Η πραγματική δηλαδή ουσία , η αχρωμάτιστος και ασχημάτιστος και αψηλάφητος, είσαι θεατή μόνο από τον κυβερνήτη της ψυχής, τον νου. Πέριξ αυτής έχει την έδρα του το της αληθούς επιστήμης γένος. Η διάνοια λοιπόν του θεού, επειδή τρέφεται με νου και επιστήμη άκρατον, καθώς και η διάνοια κάθε άλλης ψυχής που μέλλει να εκπληρώσει τον προορισμό της, όταν δει την ουσία από την οποία απεχωρίσθη προ μακρού χρόνου, είναι πλήρης αγάπης και θεώμενη την αλήθεια τρέφεται και ευπαθεί έως ότου η κυκλική περιφορά την επαναφέρει εις το αυτό σημείο. Κατά το διάστημα όμως αυτής της περιφοράς έχει υπό τα όμματα της αφενός με την καθαυτό δικαιοσύνη, αφετέρου δε την καθαυτό σωφροσύνη και την επιστήμη, ότι την υποκειμενική εις μεταβολές που δεικνύει διαφορές εις έκαστον των διαφόρων αντικειμένων, τα οποία εμείς τώρα, ως θνητοί, καλούμε όντα, αλλά την επιστήμη που ασχολείται περί της πραγματικότητας των όντων. Και αφού επισκοπήσει και τας άλλας ουσίας των όντων και χορτάσει από αυτές, εισδύει πάλιν εις το έσω του ουρανού μέρος και επανέρχεται εις την διαμονή της. Μόλις όμως φθάσει αυτή, ο ηνίοχος σταματά τους ίππους προ της φάτνης και προσφέρει εις αυτούς αμβροσία, κατόπιν δε τους ποτίζει νέκταρ. …………………Τὸν δὲ ὑπερουράνιον τόπον οὔτε τις ὕμνησέ πω τῶν τῇδε ποιητὴς οὔτε ποτὲ ὑμνήσει κατ᾽ ἀξίαν. ἔχει δὲ ὧδε-τολμητέον γὰρ οὖν τό γε ἀληθὲς εἰπεῖν, ἄλλως τε καὶ περὶ ἀληθείας λέγοντα-ἡ γὰρ ἀχρώματός τε καὶ ἀσχημάτιστος καὶ ἀναφὴς οὐσία ὄντως οὖσα, ψυχῆς κυβερνήτῃ μόνῳ θεατὴ νῷ, περὶ ἣν τὸ τῆς ἀληθοῦς ἐπιστήμης γένος, τοῦτον ἔχει τὸν τόπον. ἅτ᾽ οὖν θεοῦ διάνοια νῷ τε καὶ ἐπιστήμῃ ἀκηράτῳ τρεφομένη, καὶ ἁπάσης ψυχῆς ὅσῃ ἂν μέλῃ τὸ προσῆκον δέξασθαι, ἰδοῦσα διὰ χρόνου τὸ ὂν ἀγαπᾷ τε καὶ θεωροῦσα τἀληθῆ τρέφεται καὶ εὐπαθεῖ, ἕως ἂν κύκλῳ ἡ περιφορὰ εἰς ταὐτὸν περιενέγκῃ. ἐν δὲ τῇ περιόδῳ καθορᾷ μὲν αὐτὴν δικαιοσύνην, καθορᾷ δὲ σωφροσύνην, καθορᾷ δὲ ἐπιστήμην, οὐχ ᾗ γένεσις πρόσεστιν, οὐδ᾽ ἥ ἐστίν που ἑτέρα ἐν ἑτέρῳ οὖσα ὧν ἡμεῖς νῦν ὄντων καλοῦμεν, ἀλλὰ τὴν ἐν τῷ ὅ ἐστιν ὂν ὄντως ἐπιστήμην οὖσαν· καὶ τἆλλα ὡσαύτως τὰ ὄντα ὄντως θεασαμένη καὶ ἑστιαθεῖσα, δῦσα πάλιν εἰς τὸ εἴσω τοῦ οὐρανοῦ, οἴκαδε ἦλθεν. ἐλθούσης δὲ αὐτῆς ὁ ἡνίοχος πρὸς τὴν φάτνην τοὺς ἵππους στήσας παρέβαλεν ἀμβροσίαν τε καὶ ἐπ᾽ αὐτῇ νέκταρ ἐπότισεν. …..(Βλ. Πλάτων «Φαίδρος, 247. c.3 – e.6).
…………Και αυτός μεν είναι ο βίος των θεών. Από τις άλλες πάλι ψυχές, η μεν δυνάμενη να ακολουθήσει τους θεούς και ομοιάζουσα προς αυτούς υπερυψώνει την κεφαλή του ηνιόχου εις τον έξω του ουρανού τόπο και φέρεται μαζί και αυτή κατά την κυκλική περιφορά του ουρανού. Επειδή όμως θορυβείται από τους ίππους, μόλις θεάται τις ουσίες των όντων. Άλλη ψυχή άλλοτε μεν υψώνει την κεφαλή, άλλοτε βυθίζεται, και επειδή οι ίπποι την παρασύρουν με βίαν, άλλες μεν ουσίες των όντων βλέπει, άλλες δε όχι. Τέλος οι ψυχές, αν και γλίχονται όλες να ακολουθήσουν τον προς τα επάνω δρόμο, δεν έχουν την δύναμη και ως καταποντισμένες συγκυλίονται, πατιούνται μεταξύ τους και συνθλίβονται με τις προσπάθειες τους να προσπεράσει η μία την άλλη.Θορυβούν λοιπόν και ανταγωνίζονται μέχρις εσχάτων και χύνουν ιδρώτα και τότε δα ένεκα της ανεπιτηδειότητας των ηνιόχων πολλές μεν ακρωτηριάζονται τα πτερά τους κατόπιν αγώνων ανεπιτυχών να ατενίσουν το ΟΝ και απομακρυνθείσαι τρέφονται με απλές δοξασίες. Η αιτία όμως της κατεπειγούσης προθυμίας να δούνε που ευρίσκεται το πεδίο της αλήθειας είναι ότι η τροφή που αρμόζει εις το άριστο μέρος της ψυχής παράγεται από τον εκεί λειμώνα, και ότι το πτερό με το οποίο ανυψώνεται η ψυχή έχει την φυσική ιδιότητα να τρέφεται από εκεί.
Υπάρχει μάλιστα ο εξής θεσμός της Αδράστειας : Πάσα ψυχή, η οποία γενομένη πιστή οπαδός του θεού ήθελε να δει μια εκ των ουσιών, θα έμενε μακράν των παθημάτων, μέχρις ότου έλθει η νέα περίοδος του ουρανού, και αν ηδύνατο να κάμει τούτο ολονέν, θα διατελεί πάντοτε αβλαβείς. Όταν όμως δεν δει ουσίαν τινά ένεκα αδυναμίας να ακολουθήσει τον θεό, και κατά τινά κακή τύχη όταν επιβαρυνθεί γεμισθείσα με λήθη και κακία, ένεκα δε του βάρους χάσει τα πτερά της και πέσει εις την γη, τότε υπάρχει νόμος που απαγορεύει εις αυτήν κατά την πρώτη γένεσιν της να φυτευτεί εις ουδεμία φύση θηρίου. Αλλά η μεν ψυχή που είδε πλείστα φυτεύεται εις γόνην ανδρός γενησομένου φιλοσόφου ή φιλοκάλου ή μουσικού τινός και ερωτικού. Η ψυχή εξάλλου η ερχόμενη εις δεύτερη τάξη φυτεύεται εις φύση βασιλέως εννόμου ή πολεμικού και αρχικού. Η τρίτης τάξεως ψυχή εις φύση πολιτικού ή οικονομικού ή χρηματιστικού. Η τετάρτης τάξεως εις φύση αθλητικού ακούραστου ή ιατρού. Η πέμπτης τάξεως εις φύση μάντεως ή ιεροτελεστού. Της έκτης εις ποιητή ή καλλιτέχνη. Της έβδομης τάξεως εις βιοτέχνη ή γεωργού. Της όγδοης εις σοφιστή ή δημαγωγού, της ενάτης δε εις φύση τυράννου. ………………Καὶ οὗτος μὲν θεῶν βίος· αἱ δὲ ἄλλαι ψυχαί, ἡ μὲν ἄριστα θεῷ ἑπομένη καὶ εἰκασμένη ὑπερῆρεν εἰς τὸν ἔξω τόπον τὴν τοῦ ἡνιόχου κεφαλήν, καὶ συμπεριηνέχθη τὴν περιφοράν, θορυβουμένη ὑπὸ τῶν ἵππων καὶ μόγις καθορῶσα τὰ ὄντα· ἡ δὲ τοτὲ μὲν ἦρεν, τοτὲ δ᾽ ἔδυ, βιαζομένων δὲ τῶν ἵππων τὰ μὲν εἶδεν, τὰ δ᾽ οὔ. αἱ δὲ δὴ ἄλλαι γλιχόμεναι μὲν ἅπασαι τοῦ ἄνω ἕπονται, ἀδυνατοῦσαι δέ, ὑποβρύχιαι συμπεριφέρονται, πατοῦσαι ἀλλήλας καὶ ἐπιβάλλουσαι, ἑτέρα πρὸ τῆς ἑτέρας πειρωμένη γενέσθαι. θόρυβος οὖν καὶ ἅμιλλα καὶ ἱδρὼς ἔσχατος γίγνεται, οὗ δὴ κακίᾳ ἡνιόχων πολλαὶ μὲν χωλεύονται, πολλαὶ δὲ πολλὰ πτερὰ θραύονται· πᾶσαι δὲ πολὺν ἔχουσαι πόνον ἀτελεῖς τῆς τοῦ ὄντος θέας ἀπέρχονται, καὶ ἀπελθοῦσαι τροφῇ δοξαστῇ χρῶνται. οὗ δ᾽ ἕνεχ᾽ ἡ πολλὴ σπουδὴ τὸ ἀληθείας ἰδεῖν πεδίον οὗ ἐστιν, ἥ τε δὴ προσήκουσα ψυχῆς τῷ ἀρίστῳ νομὴ ἐκ τοῦ ἐκεῖ λειμῶνος τυγχάνει οὖσα, ἥ τε τοῦ πτεροῦ φύσις, ᾧ ψυχὴ κουφίζεται, τούτῳ τρέφεται.
θεσμός τε Ἀδραστείας ὅδε. ἥτις ἂν ψυχὴ θεῷ συνοπαδὸς γενομένη κατίδῃ τι τῶν ἀληθῶν, μέχρι τε τῆς ἑτέρας περιόδου εἶναι ἀπήμονα, κἂν ἀεὶ τοῦτο δύνηται ποιεῖν, ἀεὶ ἀβλαβῆ εἶναι· ὅταν δὲ ἀδυνατήσασα ἐπισπέσθαι μὴ ἴδῃ, καί τινι συντυχίᾳ χρησαμένη λήθης τε καὶ κακίας πλησθεῖσα βαρυνθῇ, βαρυνθεῖσα δὲ πτερορρυήσῃ τε καὶ ἐπὶ τὴν γῆν πέσῃ, τότε νόμος ταύτην μὴ φυτεῦσαι εἰς μηδεμίαν θήρειον φύσιν ἐν τῇ πρώτῃ γενέσει, ἀλλὰ τὴν μὲν πλεῖστα ἰδοῦσαν εἰς γονὴν ἀνδρὸς γενησομένου φιλοσόφου ἢ φιλοκάλου ἢ μουσικοῦ τινος καὶ ἐρωτικοῦ, τὴν δὲ δευτέραν εἰς βασιλέως ἐννόμου ἢ πολεμικοῦ καὶ ἀρχικοῦ, τρίτην εἰς πολιτικοῦ ἤ τινος οἰκονομικοῦ ἢ χρηματιστικοῦ, τετάρτην εἰς φιλοπόνου <ἢ> γυμναστικοῦ ἢ περὶ σώματος ἴασίν τινος ἐσομένου, πέμπτην μαντικὸν βίον ἤ τινα τελεστικὸν ἕξουσαν· ἕκτῃ ποιητικὸς ἢ τῶν περὶ μίμησίν τις ἄλλος ἁρμόσει, ἑβδόμῃ δημιουργικὸς ἢ γεωργικός, ὀγδόῃ σοφιστικὸς ἢ δημοκοπικός, ἐνάτῃ τυραννικός. ……………………..(Βλ. Πλάτων «Φαίδρος, 248.a.1 – 248.e.3).
………………Ο ευρισκόμενος εις μια από όλες αυτές τις τάξεις, εάν περάσει μετά δικαιοσύνης τον βίο του, μετά θάνατον μετέχει σε καλύτερη μοίρα, χειρότερης δε αν ζήσει βίο αδικίας. Διότι κάθε ψυχή δεν μπορεί να επανέλθει εις το αυτό σημείο από το οποίο αναχώρησε παρά μετά από δέκα χιλιάδες έτη. Πράγματι πριν παρέλθει τόσος χρόνος δεν δύναται να αναπτύξει πτερά η ψυχή, πλην της ψυχής του άδολου φιλοσόφου και εκείνου που αγάπησε παιδιά με έρωτα φιλοσοφικό. Οι άλλες όμως ψυχές, (των τελευταίων τούτων) κατά την τρίτη χιλιετή περίοδο, εάν εκλέξουν τρείς φορές φιλοσοφικό βίο, απέρχονται (προς τους θεούς) κατά το τρισχιλιοστό έτος. Οι άλλες όμως ψυχές, όταν τελειώσει ο πρώτος βίος του, υποβάλλονται σε κρίση και όταν κριθούν, άλλες μεν έρχονται εις τα εβρισκόμενα υπό γη δικαιωτήριοι και εκτίουν την ποινή τους, άλλες δε ανυψώνονται εις τόπο τινά του ουρανού, ένεκα ευνοϊκής αποφάσεως της δικαιοσύνης, διάγουν επαξίως του καλού βίου τον οποίο έζησαν υπό ανθρώπινη μορφή. Κατά το χιλιοστό εν τούτοις έτος και οι μεν και οι δε έρχονται προς εκλογή δευτέρου βίου και κάθε μία προτιμά όποιον θέλει. Εκεί κατά την εκλογή μια ανθρώπινη ψυχή μπορεί να καταντήσει και εις βίο ζώου και από ζώο, το οποίον αρκεί να ήταν ποτέ άνθρωπος, δύναται η ψυχή να επανέλθει εις άνθρωπο. Διότι η ψυχή μη ειδούσα ποτέ την αλήθεια, δεν δύναται να λάβει το ανθρώπινο σχήμα……………………ἐν δὴ τούτοις ἅπασιν ὃς μὲν ἂν δικαίως διαγάγῃ ἀμείνονος μοίρας μεταλαμβάνει, ὃς δ᾽ ἂν ἀδίκως, χείρονος· εἰς μὲν γὰρ τὸ αὐτὸ ὅθεν ἥκει ἡ ψυχὴ ἑκάστη οὐκ ἀφικνεῖται ἐτῶν μυρίων-οὐ γὰρ πτεροῦται πρὸ τοσούτου χρόνου-πλὴν ἡ τοῦ φιλοσοφήσαντος ἀδόλως ἢ παιδεραστήσαντος μετὰ φιλοσοφίας, αὗται δὲ τρίτῃ περιόδῳ τῇ χιλιετεῖ, ἐὰν ἕλωνται τρὶς ἐφεξῆς τὸν βίον τοῦτον, οὕτω πτερωθεῖσαι τρισχιλιοστῷ ἔτει ἀπέρχονται. αἱ δὲ ἄλλαι, ὅταν τὸν πρῶτον βίον τελευτήσωσιν, κρίσεως ἔτυχον, κριθεῖσαι δὲ αἱ μὲν εἰς τὰ ὑπὸ γῆς δικαιωτήρια ἐλθοῦσαι δίκην ἐκτίνουσιν, αἱ δ᾽ εἰς τοὐρανοῦ τινα τόπον ὑπὸ τῆς Δίκης κουφισθεῖσαι διάγουσιν ἀξίως οὗ ἐν ἀνθρώπου εἴδει ἐβίωσαν βίου. τῷ δὲ χιλιοστῷ ἀμφότεραι ἀφικνούμεναι ἐπὶ κλήρωσίν τε καὶ αἵρεσιν τοῦ δευτέρου βίου αἱροῦνται ὃν ἂν θέλῃ ἑκάστη· ἔνθα καὶ εἰς θηρίου βίον ἀνθρωπίνη ψυχὴ ἀφικνεῖται, καὶ ἐκ θηρίου ὅς ποτε ἄνθρωπος ἦν πάλιν εἰς ἄνθρωπον. οὐ γὰρ ἥ γε μήποτε ἰδοῦσα τὴν ἀλήθειαν εἰς τόδε ἥξει τὸ σχῆμα…………………………….(Βλ. Πλάτων «Φαίδρος, 248.e.3 - 249.b.6).
………………Τούτο οφείλεται εις το ότι ο άνθρωπος εκ φύσεως δύναται να εννοεί τις γενικές έννοιες των πραγμάτων, ήτοι το προσλαμβανόμενο πλήθος δια των αισθήσεων να το ανάγει σε ένα διαφορετικό λογισμό. Η δύναμη όμως να κάμει τούτο είναι ανάμνηση όσων είδε ποτέ η ψυχή μας, όταν συνοδευόμενη από τους θεούς κατά τας περιστροφές περιεφρόνησε όσα καλούμε σήμερα εδώ όντα και ανυψώθηκε εις το όντως ΟΝ. Δια αυτό ακριβώς μόνο η διάνοια του φιλοσόφου δικαίως έχει πτερά. Διότι δια της μνήμης καθόσον δύναται, είναι προσηλωμένος σε εκείνες τις ουσίες στις οποίες ο ίδιος ο θεός ωφέλει την θεότητά του. Εκείνος δε μάλιστα ο ανήρ που μπορεί να μεταχειριστεί ορθός τας τοιαύτας αναμνήσεις, μυούμενος ολονέν στα μυστήρια της τελειότητας, μόνος αυτός αληθινά γίνεται τέλειος. Αποκρινόμενος από τις ανθρώπινες ασχολίες και πλησιάζοντας προς το θείο, νουθετείτε μεν από τους πολλούς ως εκτός εαυτού, ενθουσιάζει όμως τους πολλούς χωρίς να φαίνεται. ….…………………δεῖ γὰρ ἄνθρωπον συνιέναι κατ᾽ εἶδος λεγόμενον, ἐκ πολλῶν ἰὸν αἰ σθήσεων εἰς ἓν λογισμῷ συναιρούμενον· τοῦτο δ᾽ ἐστὶν ἀνάμνησις ἐκείνων ἅ ποτ᾽ εἶδεν ἡμῶν ἡ ψυχὴ συμπορευθεῖσα θεῷ καὶ ὑπεριδοῦσα ἃ νῦν εἶναί φαμεν, καὶ ἀνακύψασα εἰς τὸ ὂν ὄντως. διὸ δὴ δικαίως μόνη πτεροῦται ἡ τοῦ φιλοσόφου διάνοια· πρὸς γὰρ ἐκείνοις ἀεί ἐστιν μνήμῃ κατὰ δύναμιν, πρὸς οἷσπερ θεὸς ὢν θεῖός ἐστιν. τοῖς δὲ δὴ τοιούτοις ἀνὴρ ὑπομνήμασιν ὀρθῶς χρώμενος, τελέους ἀεὶ τελετὰς τελούμενος, τέλεος ὄντως μόνος γίγνεται· ἐξιστάμενος δὲ τῶν ἀνθρωπίνων σπουδασμάτων καὶ πρὸς τῷ θείῳ γιγνόμενος, νουθετεῖται μὲν ὑπὸ τῶν πολλῶν ὡς παρακινῶν, ἐνθουσιάζων δὲ λέληθεν τοὺς πολλούς. ………..…….....(Βλ. Πλάτων «Φαίδρος, 249.b.6 – 249.d.3).
………………..Εδώ λοιπόν βρίσκεται ο σκοπός προς τον οποίο τείνει όλος ο λόγος, η ανάπτυξη του τέταρτου είδους της μανίας. Όταν κανείς βλέποντας το αισθητό κάλλος αναμιμνήσκει το αληθινό κάλλος και η ψυχή του αποκτά πτερά και τείνει να πετάξει, αλλά επειδή ο άνθρωπος αυτός δεν έχει την δύναμη να το κάνει, με το να στρέφει προς τα άνω ως όρνιθα και να παραμελεί της συνήθεις του κόσμου ασχολίας παρέχει την αφορμή να θεωρηθεί ότι είναι μανιακός. Τοιουτοτρόπως η μανία αυτή είναι η άριστη από όλους τους ενθουσιασμούς και εξ αρίστων προέρχεται και ως προς εκείνον που κατέχεται υπό αυτής και ως προς εκείνον εις τον οποίον μεταδίδεται, ο άνθρωπος δε που επιθυμεί το κάλλος και μετέχει και της μανίας καλείται εραστής. Διότι, όπως ειπώθηκε ήδη, κάθε ψυχή με τις φυσικές της δυνάμεις έχει αντικρίσει τα Όντα. Αλλιώς δεν δύναται να εισέλθει εις το ανθρώπινο σώμα, περί του οποίου ο λόγος. Δεν είναι όμως εύκολο να ενθυμούνται όλες οι ψυχές τις ουσίες λαμβάνοντας αφορμή από την όψη του γήινου κάλλους, ούτε όσες είδαν άλλοτε επιτροχάδην τα εκεί, ούτε όσες πεσούσες στην γη έπαθαν το δυστύχημα να παρεκτραπούν σε αδικία ένεκα κακών συναναστροφών και να λησμονήσουν τα ιερά πράγματα που είδαν. Λίγες λοιπόν υπολείπονται στις οποίες η μνήμη παραμένει ικανώς ισχυρά. Αυτές όμως, όταν δουν κανένα ομοίωμα των εκεί θεαμάτων, εκπλήσσονται και δεν συγκρατούν τον εαυτό τους, αγνοούν δε από ποιο πάθος κατελήφθησαν, διότι δεν έχουν αρκετή συνείδηση του πράγματος.
Εις τα γήινα λοιπόν αυτά ομοιώματα των ουσιών δεν ενυπάρχει κανένα φως δικαιοσύνης και σωφροσύνης και όλων των άλλων αρετών που είναι πολύτιμες δια τις ψυχές, αλλά με δυσκολία και λίγοι στον αριθμό βλέπουν την ουσία αυτού που απεικονίζεται στη γη, αφού ανυψωθούν προς τις εικόνες των όντων και χρησιμοποιώντας τα ασθενή αισθητήρια όργανα μας. Αλλά το κάλλος τότε θα ήταν δυνατόν να το θαυμάσουν με όλη του τη αίγλη, όταν οι άνθρωποι αυτοί βαίνοντες μαζί με χορό ευδαίμονα κατόπιν του Διός μεν ημείς, άλλοι δε κατόπιν άλλου εκ των θεών, απέλαυσαν το πλέον μακάριο θέαμα και εμυούντο εις τα μυστήρια εκείνα που είναι δίκαιον να τα αποκαλούμε μακαριώτατα και στα οποία παίρνουμε μέρος οργιαστικά τέλειοι μεν όντες οι ίδιοι και μη πάσχοντες τα κακά που μας περιμένουν κατόπιν, μυούμενοι και εποπτεύοντες ολόκληρα και ατρεμή και ευδαίμονα φάσματα των ουσιών μέσα σε αυγή καθαρή και ημείς και κεκλεισμένοι εις το μνήμα τούτο το οποίο τώρα καλούμε σώμα και το περιφέρουμε μαζί μας δεσμευμένοι καθώς το όστρακο. ……………..Εστι δὴ οὖν δεῦρο ὁ πᾶς ἥκων λόγος περὶ τῆς τετάρτης μανίας-ἣν ὅταν τὸ τῇδέ τις ὁρῶν κάλλος, τοῦ ἀληθοῦς ἀναμιμνῃσκόμενος, πτερῶταί τε καὶ ἀναπτερούμενος προθυμούμενος ἀναπτέσθαι, ἀδυνατῶν δέ, ὄρνιθος δίκην βλέπων ἄνω, τῶν κάτω δὲ ἀμελῶν, αἰτίαν ἔχει ὡς μανικῶς διακείμενος-ὡς ἄρα αὕτη πασῶν τῶν ἐνθουσιάσεων ἀρίστη τε καὶ ἐξ ἀρίστων τῷ τε ἔχοντι καὶ τῷ κοινωνοῦντι αὐτῆς γίγνεται, καὶ ὅτι ταύτης μετέχων τῆς μανίας ὁ ἐρῶν τῶν καλῶν ἐραστὴς καλεῖται. καθάπερ γὰρ εἴρηται, πᾶσα μὲν ἀνθρώπου ψυχὴ φύσει τεθέαται τὰ ὄντα, ἢ οὐκ ἂν ἦλθεν εἰς τόδε τὸ ζῷον· ἀναμιμνῄσκεσθαι δὲ ἐκ τῶνδε ἐκεῖνα οὐ ῥᾴδιον ἁπάσῃ, οὔτε ὅσαι βραχέως εἶδον τότε τἀκεῖ, οὔθ᾽ αἳ δεῦρο πεσοῦσαι ἐδυστύχησαν, ὥστε ὑπό τινων ὁμιλιῶν ἐπὶ τὸ ἄδικον τραπόμεναι λήθην ὧν τότε εἶδον ἱερῶν ἔχειν. ὀλίγαι δὴ λείπονται αἷς τὸ τῆς μνήμης ἱκανῶς πάρεστιν· αὗται δέ, ὅταν τι τῶν ἐκεῖ ὁμοίωμα ἴδωσιν, ἐκπλήττονται καὶ οὐκέτ᾽ <ἐν> αὑτῶν γίγνονται, ὃ δ᾽ ἔστι τὸ πάθος ἀγνοοῦσι διὰ τὸ μὴ ἱκανῶς διαισθάνεσθαι.
δικαιοσύνης μὲν οὖν καὶ σωφροσύνης καὶ ὅσα ἄλλα τίμια ψυχαῖς οὐκ ἔνεστι φέγγος οὐδὲν ἐν τοῖς τῇδε ὁμοιώμασιν, ἀλλὰ δι᾽ ἀμυδρῶν ὀργάνων μόγις αὐτῶν καὶ ὀλίγοι ἐπὶ τὰς εἰκόνας ἰόντες θεῶνται τὸ τοῦ εἰκασθέντος γένος· κάλλος δὲ τότ᾽ ἦν ἰδεῖν λαμπρόν, ὅτε σὺν εὐδαίμονι χορῷ μακαρίαν ὄψιν τε καὶ θέαν, ἑπόμενοι μετὰ μὲν Διὸς ἡμεῖς, ἄλλοι δὲ μετ᾽ ἄλλου θεῶν, εἶδόν τε καὶ ἐτελοῦντο τῶν τελετῶν ἣν θέμις λέγειν μακαριωτάτην, ἣν ὠργιάζομεν ὁλόκληροι μὲν αὐτοὶ ὄντες καὶ ἀπαθεῖς κακῶν ὅσα ἡμᾶς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑπέμενεν, ὁλόκληρα δὲ καὶ ἁπλᾶ καὶ ἀτρεμῆ καὶ εὐδαίμονα φάσματα μυούμενοί τε καὶ ἐποπτεύοντες ἐν αὐγῇ καθαρᾷ, καθαροὶ ὄντες καὶ ἀσήμαντοι τούτου ὃ νῦν δὴ σῶμα περιφέροντες ὀνομάζομεν, ὀστρέου τρόπον δεδεσμευμένοι. ……….…..(Βλ. Πλάτων «Φαίδρος, 249.d.4 – 250.c.6).
………………Αυτά μεν λοιπόν τα είπαμε τώρα μακρότερα του δέοντος χαριζόμενοι εις την ανάμνηση και ποθησάντες τα παρελθόντα. Όσον δια το κάλλος, καθώς είπαμε, αυτό έλαμπε ευρισκόμενο μεταξύ των άλλων ουσιών εις τον ουρανό, και όταν κατήλθαμε εδώ εις την γη το διακρίναμε φανερώτατα να στίλβη με την πλέον καθαρή αίσθησή μας. Πράγματι ο οφθαλμός παρουσιάζεται εις ημάς ως το οξύτατο εργαλείο των σωματικών αισθήσεων, αλλά αυτός δεν δύναται να δει την φρόνηση. Διότι η περίσκεψη θα παρείχε δεινούς έρωτες εάν παρουσίαζε φανερό εις την όραση είδωλο ιδικό της. Επίσης δεν δύναται να δει ο οφθαλμός και τις άλλες ουσίες, όσες είναι σε μας εραστές, τώρα δε μόνον το κάλλος έσχε το προνόμιο τούτο να είναι φανερώτατον και αξιεραστότατο.
Ο άνθρωπος λοιπόν που δεν έχει πρόσφατη μνήμη των ουρανίων μυστηρίων ή ο διεφθαρμένος δεν αναβιβάζεται αμέσως εκεί προς την ιδέα του κάλλους, όταν θεάται εδώ εις την γη το ομοίωμα αυτού που φέρει το όνομά του, ώστε δεν αισθάνεται σέβας όταν προσβλέπει το ωραίο, αλλά παραδοθείς εις την ηδονή, όπως τα τετράποδα, επιχειρεί να επιβαίνει και να παιδοποιεί και δεν φοβάται δια την σχέση του με την βαναυσότητα και δεν αισχύνεται επιδιώκοντας παρά φύσιν ηδονή. Ο άρτιος εξάλλου μυημένος εις τα μυστήρια των ουρανών και άλλοτε ενατενίσας μέγα αριθμό ουσιών, όταν δει πρόσωπο θεοειδές, το οποίο δια του σχήματος του ανακαλεί κάλλος, ή σώμα το οποίον δια του σχήματος του ανακαλεί στην μνήμη την ουσία του κάλλους, πρώτον μεν καταλαμβάνεται από κάποια φρικίαση και υπεισέρχεται εντός του κάποιος εκ των ιερών τρόμων, τους οποίους αισθάνθηκε άλλοτε. Έπειτα προσβλέπων το παιδί αισθάνεται σεβασμό ως να πρόκειται περί θεού, και αν δεν φοβάται μήπως χαρακτηρισθεί ο ενθουσιασμός του ως άκρατος μανία, θα θυσίαζε εις αυτό ως να ήτο άγαλμα και θεός παιδικός. Όταν δε δει το παιδί φαίνεται ως εκ της φρικιάσεως ότι μεταβάλλεται και καταλαμβάνεται από ιδρώτα και πυρετό ασυνήθη. Διότι καθ’ ην στιγμή δέχεται με τα μάτια την απορροή του κάλλους, αισθάνεται την ευάρεστον εκείνη θερμότητα με την οποία τρέφονται τα πτερά της ψυχής και κατόπιν διαλύονται τα εκφύματα τα συγκαλειόμενα από την σκληρότητα και εμποδίζουν την βλάστηση των πτερών. Όταν δε εισρεύσει η τροφή αυτή, εξογκώνεται το στέλεχος του φτερού και οργά προς αύξηση εντός ολοκλήρου της ψυχής. Διότι άλλοτε ολόκληρη η ψυχή ήταν πτερωτή. ………………Ταῦτα μὲν οὖν μνήμῃ κεχαρίσθω, δι᾽ ἣν πόθῳ τῶν τότε νῦν μακρότερα εἴρηται· περὶ δὲ κάλλους, ὥσπερ εἴπομεν, μετ᾽ ἐκείνων τε ἔλαμπεν ὄν, δεῦρό τ᾽ ἐλθόντες κατειλήφαμεν αὐτὸ διὰ τῆς ἐναργεστάτης αἰσθήσεως τῶν ἡμετέρων στίλβον ἐναργέστατα. ὄψις γὰρ ἡμῖν ὀξυτάτη τῶν διὰ τοῦ σώματος ἔρχεται αἰσθήσεων, ᾗ φρόνησις οὐχ ὁρᾶται-δεινοὺς γὰρ ἂν παρεῖχεν ἔρωτας, εἴ τι τοιοῦτον ἑαυτῆς ἐναργὲς εἴδωλον παρείχετο εἰς ὄψιν ἰόν-καὶ τἆλλα ὅσα ἐραστά· νῦν δὲ κάλλος μόνον ταύτην ἔσχε μοῖραν, ὥστ᾽ ἐκφανέστατον εἶναι καὶ ἐρασμιώτατον.
ὁ μὲν οὖν μὴ νεοτελὴς ἢ διεφθαρμένος οὐκ ὀξέως ἐνθένδε ἐκεῖσε φέρεται πρὸς αὐτὸ τὸ κάλλος, θεώμενος αὐτοῦ τὴν τῇδε ἐπωνυμίαν, ὥστ᾽ οὐ σέβεται προσορῶν, ἀλλ᾽ ἡδονῇ παραδοὺς τετράποδος νόμον βαίνειν ἐπιχειρεῖ καὶ παιδοσπορεῖν, καὶ ὕβρει προσομιλῶν οὐ δέδοικεν οὐδ᾽ αἰσχύνεται παρὰ φύσιν ἡδονὴν διώκων· ὁ δὲ ἀρτιτελής, ὁ τῶν τότε πολυθεάμων, ὅταν θεοειδὲς πρόσωπον ἴδῃ κάλλος εὖ μεμιμημένον ἤ τινα σώματος ἰδέαν, πρῶτον μὲν ἔφριξε καί τι τῶν τότε ὑπῆλθεν αὐτὸν δειμάτων, εἶτα προσορῶν ὡς θεὸν σέβεται, καὶ εἰ μὴ ἐδεδίει τὴν τῆς σφόδρα μανίας δόξαν, θύοι ἂν ὡς ἀγάλματι καὶ θεῷ τοῖς παιδικοῖς. ἰδόντα δ᾽ αὐτὸν οἷον ἐκ τῆς φρίκης μεταβολή τε καὶ ἱδρὼς καὶ θερμότης ἀήθης λαμβάνει· δεξάμενος γὰρ τοῦ κάλλους τὴν ἀπορροὴν διὰ τῶν ὀμμάτων ἐθερμάνθη ᾗ ἡ τοῦ πτεροῦ φύσις ἄρδεται, θερμανθέντος δὲ ἐτάκη τὰ περὶ τὴν ἔκφυσιν, ἃ πάλαι ὑπὸ σκληρότητος συμμεμυκότα εἶργε μὴ βλαστάνειν, ἐπιρρυείσης δὲ τῆς τροφῆς ᾤδησέ τε καὶ ὥρμησε φύεσθαι ἀπὸ τῆς ῥίζης ὁ τοῦ πτεροῦ καυλὸς ὑπὸ πᾶν τὸ τῆς ψυχῆς εἶδος· πᾶσα γὰρ ἦν τὸ πάλαι πτερωτή. …….(Βλ. Πλάτων «Φαίδρος, 250.c.7 – 251.b.7).
Λέγεται λοιπόν στον «Φαίδρο, 246.e – 248.c» ότι δώδεκα ηγεμόνες έχουν τεθεί επικεφαλής των πάντων, καθοδηγώντας όλους τους εγκόσμιος θεούς και όλες τις αγέλες των δαιμόνων και ωθούμενοι προς την νοητή φύση. Τούτων δε των δώδεκα θεών ηγείται «ο Δίας, ο οποίος διευθύνει άρμα πτερωτό, και διευθετεί τα πάντα και φροντίζει τα πάντα, και ανεβάζει όλη την στρατιά που τον ακολουθεί πρώτα στο παρατηρητήριο εντός του ουρανού και στα μακάρια θεάματα και τους κύκλους όσων εκεί νοούνται - ἐλαύνων πτηνὸν ἅρμα, πρῶτος πορεύεται, διακοσμῶν πάντα καὶ ἐπιμελούμενος» και «ἀνάγειν πᾶσαν τὴν ἑπομένην αὐτῷ στρατιάν, πρῶτον μὲν εἰς τὴν ἐντὸς οὐρανοῦ περιωπὴν καὶ τὰς μακαρίας τῶν ἐκεῖ νοουμένων θέας τε καὶ διεξόδους» λέγεται στον «Φαίδρο». Έπειτα στην «υπουράνιααψίδα» που έχει περιβάλει αμέσως από κάτω τον ουρανό και περιέχεται μέσα σε αυτόν – “ἔπειτα εἰς τὴν ὑπουράνιον ἁψῖδα προσεχῶς ὑπεζωκυῖαν τὸν οὐρανὸν καὶ ἐν αὐτῷ περιεχομένην» λέγει ο Πρόκλος. Και μετά από αυτήν στον ίδιο τον ουρανό και «στον θόλο του ουρανού - εἰς αὐτὸν τὸν οὐρανὸν καὶ τὸ τοῦ οὐρανοῦ νῶτον», όπου και είναι «τοποθετημένες» οι θείες ψυχές και γυρίζοντας μαζί με τον ουρανό παρατηρούν «τὴν ἐπέκεινα πᾶσαν οὐσίαν» [όλη την ουσία που βρίσκεται υπεράνω]. Και πριν από τον ουρανό βρίσκεται ο αποκαλούμενος «υπερουράνιος τόπος», στον οποίο και η «οὐσία ἡ ὄντως καὶ τὸ τῆς ἀληθείας πεδίον καὶ ὁ λειμὼν καὶ ἡ τῆς Ἀδραστείας βασιλεία καὶ ὁ θεῖος τῶν ἀρετῶν χορός» βρίσκεται εκεί. Και με την νόηση αυτών των μονάδων οι ψυχές «θρεμμένες ευπαθούν», ακολουθώντας την «περιφορά του ουρανού» – καὶ διὰ τῆς νοήσεως τῶν μονάδων τούτων τρεφομένας τὰς ψυχὰς εὐπαθεῖν, τῇ τοῦ οὐρανοῦ περιφορᾷ συνεπομένας».
Λέγονται λοιπόν αυτά στον πλατωνικό «Φαίδρο», όταν ο Σωκράτης είναι σαφώς ενθουσιασμένος [καταλυμένος από το θείο] και έρχεται σε επαφή με μυστικά πράγματα. Πρέπει όμως πριν από τα υπόλοιπα να εξετάσουμε πρώτα ποιος είναι αυτός ο ουρανός για τον οποίο κάνει λόγο ο Σωκράτης και σε ποια βαθμίδα τον όντων έχει τοποθετηθεί. Γιατί, αν βρούμε αυτόν, τότε θα παρατηρήσουμε και τον «υπερουράνιο τόπο» και την «υπουράνια αψίδα». Γιατί καθένα από αυτά τα δύο έχει ληφθεί με βάση τη σχέση του με τον ουρανό, το ένα ως αυτό που βρίσκεται αμέσως πιο πάνω του και το άλλο ως αυτό που έχει τοποθετηθεί αμέσως από κάτω του.
Ποιος λοιπόν είναι αυτός ο ουρανός προς τον οποίο ανεβάζει τους εγκόσμιους θεούς ο ηγέτης αυτών Ζεύς ;;
Αν εννοήσουμε τον αισθητό ουρανό είναι ανάγκη τα ανώτερα γένη να επιστρέφουν προς τα κατώτερα ως προς τη φύση. Γιατί ο Ζεύς «ὁ ἐν οὐρανῷ μέγας ἡγεμών», αν «πρὸς τόνδε τὸν οὐρανὸν αὐτός τε φέρεται καὶ τοὺς ἑπομένους ἄγει σύμπαντας», θα επιστρέφει προς τα υποδεέστερα και όσα τον ακολουθούν, και μαζί με τον Ζεύς και όλοι οι ηγεμόνες και οι θεοί και οι δαίμονες που είναι εξαρτημένοι από αυτούς. Αλλά όμως ο Πλάτων στον «Φαίδρο, 246.c» λέει ότι και η μερική ψυχή, «τελειωθεῖσα» [αφού τελειοποιηθεί], «μετεωροπολεῖν καὶ τὸν σύμπαντα κόσμον διοικεῖν» [περιπλανιέται στον αιθέρα και τον σύμπαντα Κόσμο διοικεί]. Πώς λοιπόν οι ηγεμόνες των καθολικών ψυχών επιστρέφουν στον αισθητό ουρανό και ανταλλάσσουν τη νοητή «περιωπῆ» [παρατηρητήριο] με μία χειρότερη μοίρα, αυτοί που είναι επικεφαλής των πάντων για αυτό, δηλαδή για να εκπέμπουν και στα εγκόσμια το φως της ανεξάρτητης και ελεύθερης δύναμης; – «ἵνα καὶ τοῖς ἐγκοσμίοις ἀπόλυτον καὶ ἀφέτην ἐπιλάμπωσι δύναμιν» λέει ο Πρόκλος. Εκτός από αυτά ποιες είναι οι «μακάριαι τῶν θεῶν νοήσεις ἐντὸς τοῦ οὐρανοῦ τούτου καὶ τίνες αἱ διέξοδοι», ενώ σε πολλά σημείο ολόκληρη η γνώση των αισθητών έχει χαρακτηριστεί από τον Πλάτωνα «οὐδενὸς ἀξίας λόγου» σε σχέση με τη θέαση των νοητών ;; Γιατί γενικά οι θεοί τα εδώ τα γνωρίζουν όχι μέσω της στροφής προς αυτά, αλλά επειδή έχουν μέσα τους τις αιτίες τους. Όταν λοιπόν κατανοούν τους εαυτούς τους, γνωρίζουν και αυτά αιτιωδώς, και καθοδηγούν όχι με στραμμένο το βλέμμα σε αυτά και βυθιζόμενοι μέσα σε αυτά που διοικούνται από αυτούς, αλλά επιστρέφοντας τα κατώτερα προς τον εαυτό τους μέσω του έρωτα – «Εαυτοὺς οὖν νοοῦντες καὶ ταῦτα κατ᾽ αἰτίαν γιγνώσκουσιν, καὶ ποδηγετοῦσιν οὐ βλέποντες εἰς αὐτὰ καὶ δύνοντες κατὰ τῶν διοικουμένων, ἀλλ᾽ ἐπιστρέφοντες δι᾽ ἔρωτος τὰ χείρονα πρὸς ἑαυτούς» λέγει ο Πρόκλος. Δεν επιτρέπεται λοιπόν στους θεούς που «τὸν ὅλον οὐρανὸν διακοσμοῦσι» και τον καθιστούν άξιο της πρόνοιάς τους, να υπαχθούν ποτέ στην περιφορά του, ούτε υπάρχει κάποια μακαριότητα στην θέαση των πραγμάτων κάτω από αυτόν τον ουρανό, ούτε οι ψυχές που στρέφονται προς αυτήν την θέα ανήκουν στις ευδαίμονες και σε αυτές που ακολουθούν τους θεούς, αλλά σε αυτές που ανταλλάσσουν τη «δοξαστὴν τροφὴν ἀντὶ τῆς νοητῆς», όπως λέει ο Σωκράτης στον «Φαίδρο, 248.a – b» ότι είναι οι «ακρωτηριασμένες» [χωλευούσας] και αυτές που τα «πτερὰ θραυούσας καὶ ὑποβρυχίους γιγνομένας» [που χάνουν τα φτερά τους και καταποντίζονται].Ενώ λοιπόν αυτού του είδους τα παθήματα ανήκουν σε επιμέρους ψυχές, και μάλιστα όχι ευδαιμόνων, πως εμείς στους ηγεμονικούς θεούς θα αποδώσουμε την επιστροφή στον αισθητό ουρανό;;
Επιπλέον, λοιπόν, λέει, ότι οι ψυχές που «στέκονται πάνω στον θόλο του ουρανού, οδηγούνται από την ίδια την περιφορά του ουρανού – ἐν τῷ νώτῳ τοῦ οὐρανοῦ στάσας περιάγεσθαί φησιν ὑπ᾽ αὐτῆς τῆσ τοῦ οὐρανοῦ περιφορᾶς». Ο Πλάτων εξάλλου στον «Τίμαιο, 34.b και 36.e» και στους «Νόμους, 896.a» λέει ότι «οι ψυχές κατευθύνουν οτιδήποτε υπάρχει στον ουρανό με τις κινήσεις τους – ἄγειν φησὶ τὰς ψυχὰς πάντα τὰ κατ᾽ οὐρανὸν ταῖς ἑαυτῶν κινήσεσιν», και ότι «περικαλύπτουν εξωτερικά τα σώματα - περικαλύπτειν ἔξωθεν τὰ σώματα» με τις δυνάμεις τους, και ότι, αφού ζήσουν τη δική τους ζωή, δίνουν μέσα στο «σύνολο του χρόνου - πρὸς τὸν σύμπαντα χρόνον» και στα σώματα τις «δευτερογενείς» δυνάμεις της κίνησης. Δεν θα θεωρήσουμε, λοιπόν, ότι ο Πλάτων, στον «Φαίδρο», αναφέρεται στον αισθητό ουρανό. Γιατί οι ψυχές δεν παρατηρούν τα νοητά και χορεύουν γύρω από αυτά λόγω της περιφοράς του αισθητού ουρανού, αλλά λόγω της αόρατης περιστροφής των ψυχών και τα σώματα περιφέρονται κυκλικά και γύρω από αυτές κάνουν τις ανακυκλώσεις τους – «Οὐ γὰρ διὰ τὴν τοῦ οὐρανοῦ περιφορὰν αἱ ψυχαὶ θεῶνται τὰ νοητὰ καὶ περιχορεύουσιν, ἀλλὰ διὰ τὴν ἀφανῆ περιπόλησιν τῶν ψυχῶν καὶ τὰ σώματα κύκλῳ περιφέρεται καὶ περὶ ἐκείνας ποιεῖται τὰς ἀνακυκλήσεις» λέγει ο Πρόκλος.
Αν λοιπόν λέει κανείς ότι ο αισθητός ουρανός συμπαρασύρει τις ψυχές και ότι διαιρείται «τὸ νῶτον καὶ τὸ βάθος καὶ τὴν ὑπουρανίαν ἁψῖδα» [στον θόλο, στο βάθος και στην υπουράνια αψίδα], πολλά και άτοπα είναι ανάγκη να αποδεχτούμε. Αν κανείς όμως εννοήσει ως νοητό τον ουρανό «ἐφ᾽ ὃν ἡγεῖται μὲν ὁ Ζεύς» και τον ακολουθούν πάντες οι θεοί και μετά τούτων οι δαίμονες, θα ερμηνεύσει τις περιγραφές του Πλάτωνα σύμφωνα με τη φύση των πραγμάτων και θα έχει ακολουθήσει τους πιο ένδοξους ερμηνευτές. Γιατί και ο Πλωτίνος και ο Ιάμβλιχος θεωρούν ότι αυτός ο ουρανός είναι ένας νοητό ουρανός, και πριν από αυτούς ο ίδιος ο Πλάτωνας στον «Κρατύλο, 396.a-c» ακολουθώντας τις ορφικές θεογονίες, αποκαλεί τον Κρόνο πατέρα του Δία και τον Ουρανό πατέρα του Κρόνου. Και τον μεν «δημιουργὸν τῶν ὅλων ἀποφαίνει», επιδιώκοντας «διὰ τῶν ὀνομάτων» την αλήθεια για αυτούς, τον άλλο συνεκτικό του θείου νου και τον τελευταίο νόηση των πρώτων νοητών ονομάζει. Γιατί, λέει, «η θέα [όραση] που κοιτάζει προς τα πάνω είναι ο ουρανός - Η γὰρ εἰς τὰ ἄνω, φησίν, ὁρῶσα ὄψις οὐρανός ἐστιν». Υπάρχει λοιπόν πριν από τον σύνολο θείο νου, από τον οποίο είναι γεμάτος ο μεγαλειότατος Κρόνος, και νοεί όσα βρίσκονται πιο πάνω και όσα βρίσκονται υπεράνω της Ουρανίας βαθμίδας. Ο μεγαλειότατος λοιπόν Ουρανός έλαβε την ενδιάμεση βασιλεία μεταξύ των νοητών και των νοητικών. Γιατί και η περιφορά στον «Φαίδρο» είναι νόηση μέσω της οποίας και όλοι οι θεοί και οι ψυχές πετυχαίνουν την των νοητών θέαση. Και η νόηση βρίσκεται μεταξύ του νου και του νοητού. Με βάση αυτή, λοιπόν, την ενδιάμεση θέαση πρέπει να πούμε ότι έχει εδραιωθεί ο Ουρανός και κατέχει τον ενιαίο σύνδεσμο των θείων Κόσμων, καθώς είναι πατέρας του νοητικού γένους και γεννιέται από τους προηγούμενούς του βασιλείς, τους οποίους βέβαια και λέγεται ότι βλέπει. Σε κάθε πλευρά του έχει τοποθετηθεί ο «υπερουράνιος τόπος» και η «υπουράνια αψίδα».
Από την άλλη, λοιπόν, ο υπερουράνιος τόπος είναι αμέθεκτος και απόκρυφο γένος των νοητών θεών, πώς εκεί θα εγκαταστήσουμε τόσο μεγάλο θείο πλήθος και μάλιστα διαιρεμένο, δηλαδή «τὴν ἀλήθειαν, τὴν ἐπιστήμην, τὴν δικαιοσύνην, τὴν σωφροσύνην, τὸν λειμῶνα, τὴν Ἀδράστειαν» ;; Γιατί ούτε οι πηγές των αρετών δεν ταιριάζουν στον νοητούς θεούς ούτε η διάκριση και η ποικιλία των ειδών. Γιατί τα «πρώτιστα καὶ ἑνικώτατα» το σύνολο του δημιουργικού νου τα ανεβάζει προς το νοητό παράδειγμα [υπόδειγμα] και την εκεί συγκέντρωση των ειδών, και ο Σωκράτης στον «Φαίδρο» λέει ότι ο επιμέρους – μερικός – εγκόσμιος νους [Διόνυσος] θεάται τον υπερουράνιο τόπο. Γιατί «οὗτός ἐστιν ὁ τῆς ψυχῆς κυβερνήτης». Αν λοιπόν πρέπει από την αναλογία αυτή να θηρεύσουμε την διαφορά αυτών που νοούνται, όπως ακριβώς αμέθεκτος είναι ο δημιουργικός νοητικος νους [Ζευς - Δίας] και μετεχόμενος ο επιμέρους νους [Διόνυσος], έτσι και από τα νοητά, το πρωταρχικό παράδειγμα του δημιουργού ανήκει στα πρώτα νοητά και το επιμέρους στα δεύτερα, τα οποία είναι νοητά, αλλά έλαβαν την νοητή υπεροχή μέσα στα νοητικά.
Αν όμως βρίσκεται επέκεινα της ουράνιας περιφοράς ο υπερουράνιος τόπος και είναι υποδεέστερος από εκείνες τις νοητές τριάδες, επειδή είναι περισσότερο εξαπλωμένος (γιατί είναι «πεδίο της αλήθειας», αλλά όχι το άδυτό της) και είναι διαιρεμένος με βάση το πλήθος των ειδών και έχει ποικιλία δυνάμεων, και ο εκεί «λειμῶνας» [λιβάδι] τρέφει τις ψυχές και είναι ορατός σε αυτές, ενώ τα πρώτα νοητά εκπέμπουν στις ψυχές το φώς της άρρητης ένωσης, χωρίς όμως να (ανα)γνωρίζονται με την νόηση από αυτές, είναι ανάγκη τότε μεταξύ της νοητής φύσης και της ουράνιας περιφοράς να βρίσκεται ο υπερουράνιος τόπος.
Αν όμως και ο ίδιος ο Πλάτων εντοπίζει την «οὐσίαν τὴν ὄντως οὖσαν» σε αυτόν τον τόπο, πώς δεν θέλει να είναι νοητό και να μετέχει στα πρώτα νοητά ;; Γιατί επειδή είναι ουσία, είναι νοητός, και επειδή (είναι) «ὄντως οὖσα», μετέχει στο ΟΝ.
Αλλά όμως, επειδή έχει πλήθος των νοητών μέσα του, δεν μπορεί να τοποθετηθεί στην πρώτη τριάδα, γιατί εκεί βρίσκεται το Ένα ΟΝ και το πλήθος των όντων. Και επειδή έχει ποικίλη ζωή, την οποία ο «λειμῶνας» [λιβάδι] υποδεικνύει, είναι υποδεέστερος από την δεύτερη (γιατί η νοητή ζωή είναι μια και αδιαίρετη). Και επειδή εκπέμπει λάμψη στα διαιρεμένα είδη και στις ποικιλόμορφες βαθμίδες και στις γόνιμες δυνάμεις, υστερεί της παντελούς τριάδας. Αν λοιπόν, όπως λέγεται στην «Πολιτεία, 509.b», είναι κατώτερος από αυτά «ως προς την πρεσβεία και τη δύναμη», είναι όμως ανώτερος από την ουράνια βαθμίδα, είτε μεν νοητός, αλλά είναι η κορυφή των νοητικών θεών.
Και για αυτό από εκεί προέρχεται η τροφή για τις ψυχές. Γιατί είναι τροφή το νοητό, επειδή και τα πρώτα νοητά λέγεται ότι «τρέφουν τις ψυχές», δηλαδή το «τὸ κάλλος, τὸ σοφόν και τὸ ἀγαθόν» (γιατί από αυτά, λέει στον «Φαίδρο, 247.b», «τρέφεται τὸ ψυχῆς πτέρωμα»). Αλλά αυτά εξηρημένα και ενιαία και σιωπηλά, ενώ ο υπερουράνιος τόπος λέγεται ότι με την νόηση και την ενέργεια τρέφει και πληρεί τον «εὐδαίμονα χορὸν» των ψυχών με το νοητό φως και τους γόνιμους «οχετούς» [αγωγούς] της ζωής.
Μετά τον υπερουράνιο τόπο και τον ίδιο τον ουρανό, βρίσκεται η υπουράνια αψίδα. Όταν αυτή πρέπει να την τοποθετήσουμε κάτω από τον ουρανό και όχι μέσα στον ίδιο τον ουρανό είναι εμφανές στον καθένα. Γιατί δεν έχει χαρακτηριστεί από τον Πλάτωνα «οὐράνιος ἁψίς, ἀλλ᾽ ὑπουράνιος». Και ότι βρίσκεται αμέσως κάτω από την «οὐρανίαν περιφοράν», και αυτό είναι φανερό από όσα έχουν γραφεί για αυτήν. Αν όμως πρέπει, εφόσον είναι τέτοια, να ταυτίσουμε την υπουράνια αψίδα με την κορυφή των νοητικών και όχι με το τέλος των νοητών – νοητικών θεών, είναι αναγκαίο στην συνέχεια πλέον να εξετάσουμε.
Εκείνη λοιπόν διαχώρισε τον εαυτό της από τη βασιλεία του Ουρανού, ενώ αυτή είναι ενωμένη και περιέχεται από όλες τις πλευρές από τη βασιλεία του. Και εκείνη δίνει υπόσταση στον όλον [καθολικό] Νου και στα νοητικά πλήθη και στους «μακάριους», όπως λέγει ο Σωκράτης, «διεξόδους» [κύκλους] των θεών, ενώ αυτή ολοκληρώνει μόνο την ουράνια σειρά και χορηγεί στους θεούς την άνοδο προς τον ουρανό. Γιατί, όταν «ἐπὶ δαῖτά τε καὶ θοίνην ἀνάγωνται καὶ τὴν τῶν νοητῶν ἀγαθῶν ἀποπλήρωσιν οἱ θεοί, τότε δὴ πορεύονται πρὸς τὸ ἄναντες ἐπὶ τὴν ὑπουράνιον ἁψῖδα καὶ δι᾽ ἐκείνης εἰς τὴν οὐρανίαν ἀνάγονται περιφοράν – ανεβαίνουν για γεύμα και συμπόσιο οι θεοί και για την συμπλήρωση με τα νοητά αγαθά, τότε βέβαια πορεύονται από ανηφορικό δρόμο προς την υπουράνιο αψίδα και μέσω εκείνης ανάγονται στην ουράνια περιφορά». Αν λοιπόν πούμε ότι η αψίδα που βρίσκεται κάτω από τον ουρανό τελειοποιεί τους θεούς και τους επιστρέφει προς τον καθολικό ουρανό και τον υπερουράνιο τόπο, θα συμφωνούμε με την διάνοια του Πλάτωνα. Γιατί «Τρέφονται οἱ θεοὶ τῷ νοητῷ καὶ τῷ λειμῶνι καὶ τοῖς εἴδεσι τοῖς θείοις» [τρέφονται οι θεοί από το νοητό και από το λιβάδι και από τα θεία είδη], τα οποία συμπεριλαμβάνει ο υπερουράνιος τόπος, ενώ «ἀποπληροῦνται διὰ τῆς ὑπουρανίας ἁψῖδος» [γεμίζουν με αυτή την τροφή δια μέσω της υπουράνιας αψίδας]. Γιατί από αυτήν μετέχουν και στην περιφορά του ουρανού. Επιστρέφουν λοιπόν λόγω της υπουράνιος αψίδας και δέχονται την ακμαία νόηση από την ουράνια βαθμίδα και γεμίζουν από τα νοητά αγαθά από τον υπερουράνιο τόπο.
Είναι λοιπόν φανερό ότι ο υπερουράνιος τόπος έλαβε τη νοητή κορυφή, το ενδιάμεσο πλάτος η περιφορά του ουρανού και το νοητό τέλος η αψίδα. Γιατί παντού ο νους είναι αυτό που επιστρέφει, το νοητό είναι το επιθυμητό, και η θεία νόηση συμπληρώνει το μέσο, τελειοποιώντας τις επιστροφές των θεών και συνδέοντάς τες με τα πρώτα, και αποκαλύπτοντας τις επιθυμίες για τα νοητά και συμπληρώνοντας τα κατώτερα με τα ανώτερα τους αγαθά, «Παντα<χοῦ> γὰρ ἐπιστρεπτικὸν μὲν ὁ νοῦς, ἐφετὸν δὲ τὸ νοητόν, ἡ δὲ νόησις ἡ θεία συμπληροῖ τὸ μέσον, τελειοῦσα μὲν τὰς ἐπιστροφὰς τῶν θείων καὶ συνδέουσα τοῖς πρώτοις, ἐκφαίνουσα δὲ τὰς τῶν νοητῶν ἐφέσεις καὶ συμπληροῦσα τὰ δεύτερα τῶν προηγουμένων ἀγαθῶν» λέγει ο Πρόκλος.
Αλλά για τη σειρά αυτών των τριών αυτών αρκούν όλα αυτά. Θα ρωτούσε βέβαια κάποιος: γιατί άραγε εδώ χαρακτηρίζουμε με βάση το μέσο ολόκληρη τη βαθμίδα των νοητών – νοητικών θεών και από τα άκρα το ένα αποκαλούμε υπερουράνιο και το άλλο υπουράνιο, από τη σχέση με το μέσο, υποδεικνύοντας την εξηρημένη υπεροχή ενός και την άμεση και συναπτή υποβάθμιση του άλλου;; Θα απαντούσαμε λοιπόν σε αυτήν την ερώτηση ότι ολόκληρο αυτό το γένος των θεών είναι συνδετικό των δύο άκρων, καθώς είναι αίτιο της επιστροφής για τα κατώτερα και αίτιο της αποκάλυψης και της παρουσίας στα κατώτερα για τα ανώτερα. Όπως ακριβώς λοιπόν ονομάζαμε όλους τους νοητούς θεούς πατρικούς και ενιαίους, χαρακτηρίζοντας τους από την κορυφή τους και λέμε ότι εκείνοι, οι νοητικοί, είναι τα πέρατα των πάντων και τα αίτια που δίνουν την ουσία και την ιδιότητα του αιώνιου και την υπόσταση στην δημιουργία των ειδών, κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν και αυτούς τους ενδιάμεσους θεούς από το ενδιάμεσό τους παρουσιάζουμε ως ηγέτες των καθολικών συνδέσμων. Όλος λοιπόν αυτός ο ενδιάμεσος Κόσμος είναι ζωοποιός, συνδετικός και τελειοποιητικός. Αλλά η κορυφή του αποκαλύπτει τα «συνθήματα» [σύμβολα] των νοητών και την άρρητη ένωση εκείνων, το τέλος τους επιστρέφει τους νοητικούς θεούς και τους συνδέει με τους νοητούς, και το ενδιάμεσο συγκεντρώνει και στηρίζει τα καθολικά γένη των θεών στον εαυτό του σαν σε κοινό «κέντρο». Για αυτό και τα άκρα τα δηλώνουμε με βάση την υπεροχή και την ύφεση σε σχέση με αυτό, αποκαλώντας «τὸ μὲν ὑπὲρ αὐτήν, τὸ δὲ ὑπ᾽ αὐτὴν».
Όλα αυτά βέβαια συμφωνούν με τους κορυφαίους Έλληνες «τελεστές» [μύστες] στα σχετικά με τον τρόπο ανόδου των πάντων προς το νοητό.
Ο Πλάτων, λοιπόν, πρώτα προς τις «πηγές» [νοητικοί θεοί] μέσω των δώδεκα απόλυτων [ανεξάρτητων] ηγεμόνων αναβιβάζει τις ψυχές και τους ίδιους τους θεούς (γιατί «αἱ γὰρ μακάριαι καὶ [αἱ] παμπληθεῖς θέαι τε καὶ διέξοδοι διαφερόντως ἐν ταύταις εἰσίν, ἐν αἷς καὶ τοῖς θεουργοῖς ἡ σύμπασα τῆς σωτηρίας ἐλπίς· εἰσὶ τοίνυν μακάριαι μὲν διὰ τὰς ἀχράντους μονάδας, παμπληθεῖς δὲ διὰ τὴν τῆς θείας ἑτερότητος αἰτίαν, θέαι δὲ καὶ διέξοδοι διὰ τὰς νοερὰς καὶ πατρικὰς δυνάμεις – τα μακάρια και παμπληθοί θεάματα και οι κύκλοι βρίσκονται ιδιαιτέρως σε αυτές, στις οποίες βρίσκεται και όλη η ελπίδα της σωτηρίας για τους ιερείς των τελετών. Είναι λοιπόν μακάριες από τις ανέπαφες μονάδες, παμπληθείς από την αιτία της θείας διαφορετικότητας, και θεάματα και κύκλοι λόγω των νοητικών και πατρικών δυνάμεων»). Δεύτερων από τις πηγές και μέσω των πηγών αναβιβάζει στους ηγεμόνες της τελειότητας (γιατί μετά τις πολλές διηρημένες νοήσεις εμφανίζεται το αγαθό των τελειοποιητικών θεών, το οποίο από πάνω, από τους ίδιους τους νοητούς – νοητικούς θεούς, εξαπλώνεται και μας φωτίζει, και πριν από τις δικές μας ψυχές φωτίζει τις καθολικές και πριν από αυτές τους ίδιους τους θεούς). Και από τους τελειοποιητικούς θεούς στους συνεκτικούς όλων των νοητικών Κόσμων. Γιατί από εκείνους έχουν εξαρτηθεί και μαζί με εκείνους έχουν λάβει υπόσταση και περιέχονται από αυτούς. Και τόση «τῶν θεῶν τούτων ἐστὶ κοινωνία καὶ ἕνωσις», ώστε και κάποιοι από τους πιο γνωστούς μίλησαν για πλήρη ταυτότητα και για το αδιαίρετο αυτών των θεών, χωρίς να μπορέσουν να συλλάβουν με τον λογισμό τους τη διάκριση που υπάρχει σε εκείνους. Γιατί και εδώ ίσως θα νόμιζε κανείς ότι το τέλος της ουράνιας περιφοράς εννοεί ο Πλάτων με την αψίδα, αλλά δεν είναι έτσι. Γιατί δεν την αποκάλεσε αυτός ουράνια, αλλά υπουράνια. Όπως ακριβώς λοιπόν ο υπερουράνιος τόπος είναι ξεχωριστός υπεράνω του ουρανού ως προς την ουσία, κατά τον ίδιο τρόπο και το υπουράνιο έχει εκπέσει [ὑποβέβηκεν] από την ουράνια βασιλεία. Γιατί το ένα αποδεικνύει υπεροχή και το άλλο υποβάθμιση που έχει τοποθετηθεί δίπλα. Μετά από αυτήν την συνεκτική «τῶν ὅλων περιφορὰν ἐπὶ τὸν ὑπερουράνιον ἀνάγει τόπον καὶ τὴν νοητὴν ἕνωσιν τῶν νοερῶν». Εκεί βέβαια παραμένοντας «τρέφονται καὶ εὐπαθοῦσιν οἱ θεοὶ» και «τῶν ἀρρήτων καὶ ἑνιαίων ἀγαθῶν πληροῦνται». Μέσω λοιπόν των συνεκτικών θεών και από τους ιεροτελεστές γίνεται η άνοδος στις άρρητες και νοητές δυνάμεις, τις κορυφές όλων των νοητικών. Πώς όμως από εκεί πλέον συνδέονται με τα πρώτα νοητά, δε μας το «ἐξέφηνεν» πλέον με λόγια ο Πλάτων. Γιατί άρρητη και μέσω αρρήτων είναι η επαφή με εκείνα, όπως ακριβώς λέγουν και οι μύστες, και μέσω αυτής της βαθμίδας γίνεται η μυστική ένωση με τις νοητές και πρωταρχικές αιτίες των πάντων.
Νοητός είναι λοιπόν ο υπερουράνιος τόπος, για αυτό και ο Πλάτων λέει ότι αυτός είναι η «ουσία που όντως υπάρχει» [οὐσίαν τὴν ὄντως οὖσαν] και ότι είναι «θεατός από τον νου της ψυχής». Αλλά είναι και η ενιαία συγκέντρωση και ένωση των νοητικών θεών [τῶν νοερῶν θεῶν μία περιοχὴ καὶ ἕνωσις]. Γιατί δεν είναι έτσι νοητός, «ὡς τὸ αὐτοζῷον οὐδ᾽ ὡς ὁ αἰὼνὁ πρώτιστος» ούτε όπως το ίδιο το πρωταρχικό Ένα ΟΝ. Γιατί αυτά, επειδή είναι πρωταρχικώς νοητά, είναι εξηρημένο υπεράνω όλων των άλλων νοητών και έχουν λάβει αυτούσια υπόσταση. Ο υπερουράνιος όμως τόπος είναι εγκατεστημένος αμέσως πάνω από την ουράνια περιφορά και είναι το νοητό εκείνης, όχι όμως απόλυτα νοητό [ἀλλ᾽ οὐχ ἁπλῶς νοητόν].
Και ότι αυτά σωστά τα λέμε το επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο Σωκράτης στον «Φαίδρο, 247.d-e», ο οποίος με τον ουρανό παρέχει στις ψυχές τη νόηση αυτού του νοητού. Γιατί στην περίοδο αυτή στην οποία γυρίζουν μαζί με την περιοχή του ουρανού λέει ότι «καθορᾶν μὲν αὐτὴν δικαιοσύνην, καθορᾶν δὲ σωφροσύνην, καθορᾶν δὲ ἐπιστήμην», αντικρίζουν καθένα από τα όντως Όντα. Επομένως αν ο υπερουράνιος τόπος είναι νοητός και το όντως ΟΝ, θα είναι όμως νοητό στον βαθμό που είναι πάνω από τον ουρανό. Τα πρωταρχικά όμως νοητά είναι από την ουσία τους νοητά και ως η υπερβατική και πρωταρχική αιτία όλων τον νοητικών. Γιατί και ο μέγιστος Κρόνος, αν και είναι νοητικό θεός και του «νοῦ κόρος» όπως λέει στον «Κρατύλο, 396.b», είναι νοητός ως προς τον δημιουργό. Γιατί είναι η κορυφή της νοητικής τριάδας. Έτσι λοιπόν και ο υπερουράνιος τόπος έλαβε νοητή υπεροχή σε σχέση με την ουράνια περιφορά και είναι σε σχέση με τα πρώτα νοητά νοητικός.
Για αυτό και έλαβε ανάλογη υπόσταση με την πρώτη τριάδα των νοητών. Αλλά εκείνη ήταν και απολύτως νοητή (γιατί το νοητό ανάμεσα στα νοητά υπάρχει πριν από όλα μαζί τα δεύτερα και τα τρίτα νοητά). Αυτή εδώ όμως η τριάδα δεν είναι απολύτως νοητή [αὕτη δὲ οὐχ ἁπλῶς νοητή], γιατί ανήκει στα νοητικά και δεν είναι η κορυφή των νοητών. Και για αυτό ο Πλάτων εκείνη την έχει αποκαλέσει Ένα ΟΝ, ενώ αυτή τη δεύτερη, στον «Φαίδρο, 247.c», την αποκαλεί «οὐσίαν τὴν ὄντως οὖσαν». Γιατί εκείνη με την θαυμαστή απλότητα και με την απόκρυφη ενότητα της ουσίας υπερέχει από όλα τα όντα (γιατί το Ον εκείνο είναι το κατεξοχήν νοητό, και όχι εν μέρει νοητό και εν μέρει νοητικό, «οὐδὲ πεπονθὸς τὸ ὄν», αλλά είναι η εστία και η σπουδαιότερη μονάδα του Όντος). Αυτή εδώ όμως η βαθμίδα υπολείπεται από την ενότητα εκείνης και μετέχει στο ΟΝ, δεν είναι όμως το απόλυτο ΟΝ. Για αυτό και την αποκαλεί «οὐσίαν τὴν ὄντως οὖσαν», καθώς δέχτηκε αυτό το νοητό και την ουσία με βάση την ουσία του πρωταρχικού Όντος. Και εκείνη η πρώτη τριάδα ήταν πατρική (γιατί έχει λάβει υπόσταση νε βάση τη θεία ένωση και το πέρας, και είναι το απόκρυφο και κορυφαίο πέρας όλων των νοητών). Αυτή εδώ όμως είναι μητρική, καθώς έλαβε υπόσταση με βάση το άπειρο και εκείνη τη δύναμη.
Αυτή η βαθμίδα λοιπόν είναι «θηλυπρεπὴς» και γόνιμη και παράγει τα πάντα με τις νοητές δυνάμεις. Για αυτό και την αποκάλεσε ο Πλάτωνα «τόπο» καθώς είναι «υποδοχή» των πατρικών αιτιών και γεννά και προάγει τις γεννητικές δυνάμεις των θεών στις υποστάσεις των κατώτερων. Γιατί, αφού χαρακτήρισε και την ύλη «τόπον εἰδῶν», την αποκαλεί στον «Τίμαιο, 50.d» : «μητέρα και τροφό των Λόγων που φτάνουν σε αυτήν προερχόμενοι από το ΟΝ και την πατρική ουσία - μητέρα καὶ τιθήνην τῶν εἰς αὐτὴν ἀπὸ τοῦ ὄντος καὶ τῆς πατρικῆς αἰτίας προϊόντων λόγων». Με βάση την ίδια λογική και τον υπερουράνιο τόπο, καθώς είναι «θηλυπρεπὴς» και κατά μητρικό τρόπο αίτιος αυτών, των οποίων ο νοητός πατέρας είναι αίτιος κατά τρόπο πατρικό, τον έχει αποκαλέσει με αυτό το όνομα. Αλλά η ύλη δέχεται μόνο τα είδη, ενώ η μητέρα και τροφός των θεών δε δέχεται μόνο, αλλά και δίνει υπόσταση και γεννά τα κατώτερα μαζί με τον πατέρα. Και όχι όπως βγάζουν έξω από το σώμα αυτά που γεννιούνται όσα εδώ γεννούν, έτσι και η θεότητα που γεννά προωθεί από τον εαυτό της προς τα έξω τα δημιουργήματα της και απομονώνει τη δική της περιοχή, αλλά μέσα της όλα τα γεννά και τα περιλαμβάνει και τα εδραιώνει [Καὶ οὐχ ὥσπερ τὰ ἐνταῦθα γεννῶντα ἔξω ἑαυτῶν ὑπεκτίθεται τὰ γεννώμενα, οὕτω δὴ καὶ ἡ γεννητικὴ θεότης ἀφ᾽ ἑαυτῆς εἰς τὸ ἐκτὸς προάγει τὰ ἑαυτῆς ἔκγονα καὶ διορίζει τῆς οἰκείας περιοχῆς, ἀλλ᾽ ἐν ἑαυτῇ πάντα γεννᾷ καὶ περι λαμβάνει καὶ ἑδράζει]. Για αυτό και είναι τόπος τους, καθώς από παντού τα περικλείει ως αιτίας τους και έχει συμπεριλάβει εκ των προτέρων με τις γόνιμες και πρωταίτιες δυνάμεις της όλες τις προόδους και τα πλήθη και την ποικιλία των κατωτέρων, και τα συνδέει μέσα της. Γιατί όλα τα όντα μέσα στους θεούς έχουν λάβει υπόσταση και από τους θεούς έχουν συμπεριληφθεί και διατηρούνται από αυτούς (γιατί που θα απείχαν από τους θεούς και την συμπερίληψη μέσα σε αυτούς, πως θα μπορούσαν να απόσχουν και την ίδια στιγμή να διατηρηθούν ;;), ιδιαιτέρως όμως τα θεία που γεννούν λέγεται ότι συμπεριλαμβάνουν τα δημιουργήματά τους, στον βαθμό που είναι τα άμεσα αίτιά τους και δίνουν υπόσταση στην ουσία τους μαζί με μία μεγαλύτερη διαίρεση και μια πιο επιμέρους πρόνοια. Γιατί τα πατρικά θεία ενιαία και υπερβατικά και ανεξάρτητα παράγουν τα κατώτερα και περιέχουν, αλλά ενιαία, τα δημιουργήματα τους. Και με την απλότητα έχουν συμπεριλάβει εκ των προτέρων την ποικιλία τους και με την ενότητά τους το πλήθος τους.
Είναι φανερό λοιπόν από όσα έχουν ειπωθεί ότι νοητός είναι ο υπερουράνιος τόπος και πως είναι νοητός. Και εκτός από αυτά πως είναι «θηλυπρεπὴς». Γιατί ο «τόπος» ταιριάζει στους θεούς που γεννούν, για τους λόγους που έχουν ειπωθεί. Και το λιβάδι είναι η πηγή της φύσης που δίνει τη ζωή. Και όλα τα θεία που βρίσκονται μέσα σε αυτόν ο Σωκράτης ως τέτοια τα παίρνει, «τὴν ἐπιστήμην, τὴν δικαιοσύνην, τὴν σωφροσύνην, τὴν ἀλήθειαν αὐτήν, τὴν Ἀδράστειαν», πράγμα το οποίο κυρίως θα θεωρούσε κανείς τεκμήριο για το ότι «τὸ θῆλυ» ιδιαιτέρως απέδωσε σε αυτή τη βαθμίδα και ο Πλάτων, και όχι μόνο οι άλλοι Έλληνες θεολόγοι.
Ποια είναι λοιπόν η αιτία για την οποία αυτή την πρώτη θεότητα την εξυμνεί ο Πλάτωνας με αρνήσεις, κατά ανάλογο τρόπο με το Ένα ;; Και ποιες είναι οι αρνήσεις ;; «Ἀχρώματον, ἀσχημάτιστον καὶ ἀναφῆ» την έχει χαρακτηρίσει, και αυτές τις τρείς ιδιότητες αφαίρεσε από αυτήν, το χρώμα, το σχήμα και την αφή.
Λέμε λοιπόν ότι αυτή η βαθμίδα, η οποία είναι η κορυφή των νοητικών θεών, και «ἄγνωστός καὶ ἄφραστος» με βάση τη δική της ιδιαιτερότητα και «διὰ συνθημάτων γιγνώσκεται». Γιατί καθώς είναι η κορυφή των νοητικών, ένωσε τον εαυτό της με τα νοητά. Γιατί πως θα συνδέονταν τα νοητικά με τα νοητά, αν δεν τοποθετούσαν πάνω από τα ίδια μια νοητή υπεροχή ;; Ποια «συνέχεια καὶ κοινωνία τῶν ὅλων» θα παρατηρούνταν, αν τα τέλη των πρώτων δεν είχαν κάποια ομοιότητα με τις αρχές των δεύτερων ;; Γιατί με βάση την ομοιότητα αυτή συνδέονται αυτά μεταξύ τους και όλα λαμβάνουν υπόσταση με βάση μια σειρά. Όπως ακριβώς λοιπόν το τέλος των νοητών ήταν νοητικό, έτσι και η αρχή των νοητικών έλαβε νοητή ύπαρξη. Και καθένα από αυτά τα δύο είναι νοητό, αλλά στη μία περίπτωση απολύτως νοητό και στην άλλη περίπτωση όχι χωρίς προσθήκη του νοητικού. Αυτά λοιπόν έχουν λάβει υπόσταση το ένα μαζί με το άλλο και το ένα είναι πατρικά αίτιο των πάντων, εφόσον είναι νοητό, και το νοητικό σε αυτό νοητά εμφανίζεται. Το άλλο δίνει υπόσταση στα ίδια ως αυτό που τα γεννά, επειδή είναι νοητικό και έθεσε επικεφαλής το νοητό των νοητικών και κατά τρόπο συνδεδεμένο από το νοητό των νοητικών. Και τα δυο ευφραίνονται με τις ασύλληπτες υπάρξεις και αναγνωρίζονται μυστικώς και αρρήτως μόνο από τα νοητά «συνθήματα», όπως λέει ο Πλάτων (για αυτό και τόλμη αποκαλεί αυτή που επιχειρεί να αποκαλύψει τα άρρητα που σχετίζονται με αυτά και να ερμηνεύσει με τη λογική την ασύλληπτη ένωσή τους), αλλά από το νοητό τέλος και η κορυφή των νοητικών έχει την ιδιότητα του άγνωστου [ασύλληπτου]. Γιατί, στον βαθμό που συνένωσε τον εαυτό της με τα πρώτα νοητά και έχει γεμίσει από την ενιαία και άρρητη και πατρική ύπαρξή τους, τόσο και αυτή υπάρχει πριν από τα νοητικά κατά τρόπο άγνωστο [ασύλληπτο]΄. Για αυτό ακριβώς «ἄληπτός ἐστι» από τα επόμενά της, ενώ αναγνωρίζεται από τα προηγούμενέ της, και, καθώς εξαπλώθηκε με βάση την αμέσως κατώτερή της ενότητα, αναγνωρίζει τα προηγούμενά της νοητά. Και αυτό καθόλου δε διαφέρει από την ενιαία και άρρητη γνώση. Γιατί η νοητή γνώση είναι η ένωση, η αιτία, η κορυφή και η άγνωστος και κρυφή ύπαρξη.
Επειδή λοιπόν « η μια και ενωμένη τριάδα όλου του νοητικού Κόσμου είναι νοητική εικόνα της αγνώστου ένωσης των νοητικών - τῆς νοερᾶς ἁπάσης διακοσμήσεως ἡ μία καὶ ἡνωμένη τριὰς τῆς ἀγνώστου τῶν νοητῶν ἑνώσεως εἰκών ἐστιν», και επειδή έθεσε επικεφαλής στα νοητικά την ίδια ενιαία και άγνωστη [ασύλληπτη] δύναμη με την δική της αιτία, ο Πλάτων την παρουσιάζει μυστικά με τις αρνήσεις. Γιατί παντού το κορυφαίο και το άγνωστο [ασύλληπτο] είναι ανάλογο με τον ενιαίο θεό. Όπως ακριβώς λοιπόν μάθαμε ότι εκείνον το εξυμνεί με τις αρνήσεις, κατά τον ίδιο τρόπο και τις όμοιες με το Ένα και της άγνωστες κορυφές των κατώτερων Κόσμων θα προσπαθήσουμε να τις παρουσιάσουμε με αρνήσεις. Και γενικά, επειδή μέχρι τον υπερουράνιο τόπο κάνει την άνοδο ο Σωκράτης στον «Φίληβο», τον εξυμνεί με τις αρνήσεις, θεωρώντας τον μέσα σε αυτή την βαθμίδα και στην άνοδο των ψυχών ανάλογο με το Πρώτο, τον εξυμνεί με τις αρνήσεις. Γιατί και την ενιαία δημιουργία στον «Τίμαιο, 28.c», από την οποία ολόκληρο το δημιουργικό γένος των θεών λαμβάνει υπόσταση, υποστηρίζει ότι είναι άρρητη και άγνωστη. Και παντού το πιο κορυφαίο έχει αυτή την υπεροχή σε σχέση με τα κατώτερα, γιατί μιμείται βέβαια την αιτία που κατά ενιαίο τρόπο είναι ανεξάρτητη υπεράνω από όλα μαζί τα όντα. Αλλά εκείνη την εξυμνούμε μόνο με τις αρνήσεις, επειδή υπάρχει πριν από όλα. Τις κορυφές όμως που με ανάλογο με εκείνη τρόπο προήλθαν τις παρουσιάζουμε και με καταφάσεις και με αρνήσεις ταυτόχρονα, με αρνήσεις ως υπερβατικές υπεροχές των κατώτερων τους, και με καταφάσεις επειδή μετέχουν σε όσα προηγούνται. Γιατί τον υπερουράνιο τόπο τον αποκαλεί «οὐσίαν ὄντως οὖσαν», και «τῆς ἀληθείας πεδίον καὶ λειμῶνα καὶ νοητὴν περιωπὴν τῶν θεῶν», και όχι μόνον «ἀχρώματον, ἀσχημάτιστον καὶ ἀναφῆ», αναμειγνύοντας έτσι τις καταφάσεις με τις αρνήσεις. Γιατί αυτή η βαθμίδα είναι η ενδιάμεση των νοητών θεών και των πρώτων νοητικών θείων Διάκοσμων [Κόσμων], και συγκρατεί τη σύνδεση και των δύο. Και φυλάει τα νοητικά με βάση την ενιαία και άγνωστη [ασύλληπτη] υπεροχή της, και «διαπορθμεύει», όπως λέγεται στο «Συμπόσιο, 202.e», μέχρι και τα τελευταία τις συμπληρώσεις που προέρχονται από τα νοητά. Και αναβιβάζει ταυτόχρονα τα πάντα με βάση μία νοητή ένωση μέχρι τον νοητό πατέρα, και γεννά και προωθεί τα πάντα μέχρι την ύλη. Καθώς λοιπόν έχει εγκατασταθεί στο ενδιάμεσο των ενιαίων θεών και των θεών που εμφανίζουν πλήθος, παρουσιάζεται με αρνήσεις λόγω της άγνωστης [ασύλληπτης] υπεροχής από τα κατώτερα και με καταφάσεις λόγω της μεθέξεως στα πρώτα. Γιατί ο πρώτος δημιουργός στον «Τίμαιο», στον βαθμό που μετέχει στα αίτια που προϋπάρχουν, «ποιητὴς ἀποκαλεῖται καὶ πατὴρ καὶ ἀγαθὸς» και όλα τα παρόμοια. Στον βαθμό όμως που είναι η ενιαία μονάδα όλης της δημιουργίας, τον αφήνει άγνωστο [ασύλληπτο] και άρρητο και εξηρημένο πέρα από όλους τους δημιουργούς. Γιατί στον «Τίμαιο, 28.c, 29.aκαι 29.e» λέει : «Είναι δύσκολο να βρει κανείς αυτόν, και αν ακόμα τον βρει δεν θα μπορέσει να τον αποκαλύψει σε όλους - εὑρεῖν, φησίν, ἔργον αὐτόν, καὶ εὑρόντα λέγειν εἰς ἅπαντας ἀδύνατον». Έτσι λοιπόν και τον υπερουράνιο τόπο τον παρουσιάζει με καταφάσεις, επειδή είναι γεμάτος από τις πρώτες αιτίες, αποκαλώντας τον άλλοτε «οὐσίαν ὄντως οὖσαν», άλλοτε «τῆς ἀληθείας πεδίον» και άλλοτε κάτι άλλο παρόμοιο, αλλά και επειδή έχει υπερβεί τους νοητικούς θεούς και είναι κορυφαίος και ενιαίος, τον εγκωμιάζει με αρνήσεις, όπως και την αρχή που έχει υπερβεί τα πάντα.
Ποιες είναι λοιπόν οι αρνήσεις και από τις αρνήσεις ποιών θείων τάξεων δημιουργούνται ;; Στον «Παρμενίδη» λοιπόν οι αρνήσεις για το Ένα προέρχονται από τις αρνήσεις όλων των θείων βαθμίδων, γιατί όλων είναι αίτιο το Ένα, και κάθε θείο από την άποψη της δικής του ύπαρξης μετέχει στην πρώτη αρχή. Και το Ένα που υπερέχει από αυτές πολύ περισσότερο είναι ξεχωριστό υπεράνω των πραγμάτων που τις ακολουθούν. Γιατί από αυτές τα πάντα προέρχονται, αφού τις ιδιότητες αυτών δέχονται κατά τρόπο διαμοιρασμένο. Και είναι φανερό από τις άλλες υποθέσεις, στις οποίες επανέρχονται πάλι τα ίδια συμπεράσματα, τα οποία άλλοτε με αρνήσεις και άλλοτε με καταφάσεις συντάσσονται. Γιατί τι θα μπορούσε να λάβει υπόσταση, αν δεν είχε συμπεριληφθεί εκ των προτέρων μέσα στα καθολικά αιτιωδώς ;;
Στον «Φαίδρο, 247.c» βέβαια αυτά που αρνείται για την νοητή κορυφή όλων των νοητικών είναι τα νοητικά γένη που έχουν εγκατασταθεί αμέσως μετά από αυτή, δηλαδή το συνδετικό γένος, το τελειοποιητικό και το πατρικό αυτών που ιδιαιτέρως αποκαλούνται νοητικά. Γιατί είναι εξηρημένη υπεράνω αυτών και έχει υπερβεί όλους τους νοητικούς θεούς. γιατί ότι ήταν ολόκληρο το γένος των θεών σε σχέση με το Ένα, αυτό είναι και οι τρείς Κόσμοι σε σχέση με αυτήν.
Την ουράνια λοιπόν βαθμίδα που συνδέει τα πάντα και φωτίζει με το νοητό φως την αποκαλεί χρώμα, διότι και το ίδιο το ορατό κάλλος του ουρανού λάμπει από κάθε λογής χρώματα και από φως. Και εκείνον λοιπόν τον ουρανό νοητικό χρώμα και φώς αποκαλεί. Γιατί το φως που προέρχεται από το Αγαθό και ψηλά ασύλληπτο και απόκρυφο, καθώς παραμένει στα άδυτα των θεών, ενώ αποκαλύπτεται στην βαθμίδα αυτή και από αόρατο γίνεται ορατό. Για αυτό και με το χρώμα, το δημιούργημα του φωτός, έχει παρομοιαστεί. Επιπλέον αν «οὐρανός ἐστιν ἡ ὁρῶσα ὄψις εἰς τὰ ἄνω», όπως λέγει ο Πλάτων στον «Κρατύλο, 396.b-c», δικαιολογημένα το νοητό του θα αποκαλείτο με τον τρόπο του χρώματος, καθώς συμβαδίζει με την όραση. «Ἀχρώματον» λοιπόν είναι το αίτιο των νοητών αγαθών στον ουρανό και εξηρημένο υπεράνω αυτών. Γιατί και το αισθητό χρώμα είναι δημιούργημα του ηλιακού φωτός.
Την βαθμίδα που έλαβε υπόσταση αμέσως μετά τον ουράνιο Κόσμο και την οποία την αποκαλέσαμε «ὑπουράνιον ἁψῖδα», σχήμα την αποκαλεί. Γιατί και η ίδια η «ὑπουράνιον ἁψῖδα» είναι ονομασία σχήματος. Και γενικά σε αυτήν την βαθμίδα και ο Πλάτων στον «Παρμενίδη, 145.b» τοποθετεί το νοητικό σχήμα.
Στην κορυφή των νοητικών πρώτα αποδίδει την επαφή, όπως είναι φανερό και από τα συμπεράσματα του πλατωνικού «Παρμενίδη». Γιατί στην πρώτη υπόθεση αφαιρώντας από το Ένα την ιδιότητα να βρίσκεται μέσα στον εαυτό του, χρησιμοποιεί ως μέσο το ότι το Ένα δεν εφάπτεται με τον εαυτό του. Γιατί καθετί που βρίσκεται μέσα στον εαυτό του εφάπτεται με τον εαυτό του, ενώ το Ένα δεν εφάπτεται, λέει, με τον εαυτό του. Εδώ λοιπόν η επαφή για πρώτη φορά και από την άποψη της αιτίας έχει λάβει υπόσταση. Γιατί όσων πραγμάτων είναι αίτιος ο δημιουργός άμεσα, αυτών αίτιος είναι ως παράδειγμα ο πατέρας που βρίσκεται πριν από αυτόν. Σε αυτόν λοιπόν βρίσκεται η επαφή, το παράδειγμα των απόλυτων θεών.
Οι τρείς λοιπόν αυτές βαθμίδες ακολουθούν η μια την άλλη, «τὸ χρῶμα, τὸ σχῆμα και ἡ ἁφή», και πάνω από αυτές βρίσκεται χωριστός ως ουσία ο «ὑπερουράνιος τόπος». Έτσι λοιπόν «ἀχρώματος καὶ ἀσχημάτιστός ἐστι καὶ ἀναφής». Και δεν έχει υπερβεί όλα αυτά στερούμενος αυτά, αλλά με βάση την υπεροχή τη αιτίας τους. Γιατί και στο χρώμα δίνει τη συμμετοχή στο φως των νοητών, και στο σχήμα εκπέμπει το φως του νοητικού πέρατος και στην επαφή από ψηλά επιθέτει την ένωση και την συνοχή. Και τελειοποιεί τα πάντα με βάση την δική του δύναμη, αυτά που έρχονται σε επαφή τα τελειοποιεί μέσω της ένωσης, αυτά που λαμβάνουν σχήμα μέσω της μετάδοσης του πέρατος και αυτά που χρωματίζονται με την εκπομπή του φωτός. Και όλα τα άρρητα και με «τοῖς νοητοῖς συνθήμασιν» τα ανασύρει και τα ανελκεύει προς τον εαυτό του και τα πληρεί με τα ενιαία αγαθά.
……..Συνεχίζεται…….
Συγγραφέας κειμένου : Κεφάλας Ευστάθιος [16-6-2006, ΕΛΛΑΣ]
—————————————————————————————————————————————————————————–
Πηγές
Πλάτων
- Πολιτεία [περί δικαίου πολιτικός]
- Τίμαιος [περί φύσεως, φυσικός]
- Φαίδρος [περί καλού ηθικός]
- Φαίδων [περί ψυχής, ηθικός]
- Κριτίας
- Νόμοι [περί νομοθεσίας]
- Θεαίτητος [περί Επιστήμης, πειραστικός]
- Γοργίας
- Σοφιστής [περί του Όντος]
- Πολιτικός
- Φίληβος
- Παρμενίδης [περί ιδεών]
- Κρατύλος [περί ονομάτων ορθότητος. λογικός]
- Ίων
- Μίνως
- Αλκιβιάδης και Αλκιβιάδης ΙΙ
- Γοργίας [περί ρητορικής],
- Πρωταγόρας [περί του διδακτού ή μη της αρετής - Σοφισταί, ενδεικτικός]
- Κρίτων [περί του προς την πολιτεία και τους νόμους καθήκοντος]
- Επινομίς,
- Όροι
- Μενέξενος [Επιτάφιος ηθικός],
- Μένων [περί Αρετής δοκιμαστικός]
- Ευθύφρων [περί οσίου και ευσεβούς]
- Ευρυξίας [περί πλούτου]
- Συμπόσιο
- Ευθύδημος
- Λάχης [περί ανδρείας. μαιευτικός]
Πρόκλος
- Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, τόμος Δ’, κεφάλαια Α’ – Κς’
- Σχόλια εις τον Κρατύλο Πλάτωνος, 97.1 – 116.16
- Εις τον Τίμαιον Πλάτωνος
- Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα
- Στοιχείωσις θεολογική
- Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδην
- Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρας
Αριστοτέλης
- Μετά τα Φυσικά
- Αναλυτικά Ύστερα
- Ηθικά Νικομάχεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.