Πλατωνικός «Παρμενίδης», ο ακρογωνιαίος λίθος της Ελληνικής Φιλοσοφίας & Θεολογίας και κατ’ επέκταση του Ελληνικού Θρησκεύειν! (μέρος Α)

Το σκηνικό που διαδραματίζεται ο Πλατωνικός διάλογος «Παρμενίδης» ήταν τα Μεγάλα Παναθήναια, τα οποία εορτάζονταν από τους Αθηναίους εκείνης της εποχής με μεγαλύτερης ετοιμασίες από ότι τα μικρά Παναθήναια, τα οποία ονόμαζαν έτσι επειδή τιμούσαν τη θεά με μικρότερες ετοιμασίες, καθώς την εόρταζαν άλλοτε με μεγαλύτερες και άλλοτε με μικρότερες πομπές. Ενώ, λοιπόν ήταν αυτή η εορτή, έφτασαν στην Αθήνα ο Παρμενίδης και ο Ζήνωνας, εκ των οποίων ο Παρμενίδης ήταν δάσκαλος και ο Ζήνωνας μαθητής, και οι δύο Ελεάτες, και όχι μόνο αυτό, αλλά υπήρξαν και μέλη της πυθαγόρειας σχολής, όπως μαρτύρησε κάπου και ο Νικόμαχος από τα Γέρασα, που έγραψε βιογραφία του Πυθαγόρα.
Αφού, λοιπόν, έφτασαν από την Ελέα της Ιταλίας για να τιμήσουν τη θεά και για να ωφελήσουν όσους Αθηναίους είχαν κλίση στην γνώση των θείων, κατέλυσαν έξω από το τείχος, στον Κεραμεικό, προσκαλώντας τους πάντες να έρθουν και να συζητήσουν μαζί τους.
Τους πλησίασε, λοιπόν, μεταξύ άλλων και ο Σωκράτης, ο οποίος ήταν νέος, αλλά ξεχώρισε από τους άλλους ως προς τις φυσικές του ικανότητες. Μετά, και αφού προηγήθηκε ο τρόπος – αυτός των φιλοσοφικών υποθέσεων – μέσω του οποίου πρέπει να προχωρά κανείς ώστε να αναχθεί στο ίδιο το ανυπόθετο το οποίο υπάρχει πριν από κάθε υπόθεση, ο Σωκράτης εξέφρασε τον θαυμασμό του για την επιστημονική της ακρίβεια του τρόπου και για τη νοητική διδασκαλία του Παρμενίδη και του Ζήνωνα, η οποία ήταν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελεατικής σχολής, όπως ακριβώς αναφέρει ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πυθαγόρειας σχολής ήταν η διδασκαλία μέσω των μαθηματικών ενώ της ηρακλείτειας σχολής χαρακτηριστικό ήταν η πορεία προς την γνώση των όντων μέσω των ονομάτων.
Πρώτη, λοιπόν, συνουσία [συζήτηση] είναι αυτή που περιέχει τα ίδια τα κύρια πρόσωπα και το αρχικό. Δεύτερη συνουσία [συζήτηση] είναι αυτή του Πυθόδωρου ο οποίος ανακαλεί στην μνήμη του την πρώτη συνουσία [συζήτηση] και σχεδόν αφηγείται όλα όσα ειπώθηκαν σε εκείνη. Τρίτη συνουσία [συζήτηση] είναι αυτή του Αντιφώντα, ο οποίος αφηγείται στον Κέφαλο και στους Αναξαγόρειους φιλοσόφους από τις Κλαζομενές τα λόγια που διηγήθηκε ο Πυθόδωρος. Τέταρτη συνουσία [συζήτηση] είναι η αφήγηση, από τον Κέφαλο, των λόγων που του είχε μεταβιβάσει ο Αντιφώντας, η οποία κατέληξε σε απροσδιόριστο ακροατήριο.
Όπως λέγει ο Πρόκλος [«Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδη, βιβλίο Α, 625.37 - 627.41»] η αλληγορική ερμηνεία των τεσσάρων συνουσιών [συζητήσεων] που αποτελούν τον Πλατωνικό «Παρμενίδη» είναι η εξής : η τέταρτη και τελευταία συνουσία [συζήτηση], την οποία ανα-διηγείται ο Κέφαλος, συμβολίζει την «εδοποιία», δηλαδή την απόδοση είδους (μορφής) στα αισθητά αντικείμενα και την είσοδο των ειδών στα αισθητά σώματα. Η τρίτη συνουσία [συζήτηση] την οποία διηγείται ο Αντιφών στους φιλοσόφους από τις Κλαζομενές – που άνηκαν στην σχολή του Αναξαγόρα, συμπεριλαμβανομένου του Κέφαλου, δηλώνει την είσοδο των ειδών στις φυσικές ουσίες, δηλαδή στα φυσικά γένη και είδη. Η δεύτερη συνουσία [συζήτηση], την οποία διηγείται ο Πυθόδωρος στον Αντιφώντα, αντιπροσωπεύει την είσοδο των Ειδών στις ψυχές. Τέλος η πρώτη συζήτηση συμβολίζει την περιοχή του Νοός, εντός της οποίας βρίσκεται η κορυφαία βαθμίδα των Ειδών, οι νοητές Ιδέες.
Για την ακρίβεια ο Πρόκλος ,«Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδη, βιβλίο Α, 625.37 – 627.41», σχετικά με τις σχέσεις που έχουν οι συνουσίες [συζητήσεις] του Πλατωνικού έργου «Παρμενίδης» με τα όντως Όντα, μας λέγει πως ότι η τέταρτη και τελευταία συνουσία [συζήτηση] μιμείται την πρόοδο των Ειδών μέχρι τα αισθητά. Ο Κέφαλος άλλωστε δεν απευθύνεται στην αφήγηση σε συγκεκριμένο πρόσωπο, επειδή και αυτό που υποδέχεται τους αισθητούς Λόγους [τις αισθητές λογικές αρχές] αόριστο είναι, και άγνωστο και ανείδεο [χωρίς είδος - μορφή, αδιαμόρφωτο].
Η τρίτη συνουσία [συζήτηση] μιμείται την υπόσταση των Ειδών μέσα στις φυσικές ουσίες. Άλλωστε πριν από τα αισθητά οι καθολικές  και οι επιμέρους φύσεις παρέλαβαν από τα νοητά τους Λόγους με βάση τους οποίους, ποδηγετούν, γεννούν, ζωογονούν και συνέχουν αιώνια τα αισθητά και με τους οποίους αντιστοιχούν εκείνοι οι φυσικοί φιλόσοφοι, οι διάδοχοι της φιλοσοφίας του Αναξαγόρα.
Η δεύτερη συνουσία [συζήτηση] μιμείται την ποικιλία των Ειδών που από ψηλά και από την δημιουργία προόδευσε προς τις ψυχές. Άλλωστε υπάρχουν και μέσα στις ψυχές οι Λόγοι με τρόπο ψυχικό, με τους οποίους ο δημιουργός συμπλήρωσε της ουσία των ψυχών, όπως μας δίδαξε ο Πλάτων στον «Τίμαιο», και με τους οποίους δικαιολογημένα παρομοιάζονται οι Λόγοι που έφτασαν στον Αντιφώντα. Γιατί τις ψυχές ο Πλάτων, στον «Φαίδρο, 246a», τις  παρομοίασε με φτερωτά ζεύγη ίππων και ηνιόχων.
Η πρώτη συνουσία [συζήτηση], τέλος, μιμείται την διακόσμηση [οργάνωση] των Ειδών μέσα στα ίδια τα όντως Όντα – όντως ουσίες. Γιατί εκεί βρίσκεται και η «πρωτίστη τετρακτς» και «πς  τν θείων εδν ριθμς τν τε νοητν κα τν νοερν». Και από εκεί έχουν συμπληρωθεί οι ψυχές με τους Λόγους που τους ταιριάζουν, έχουν συμπληρωθεί οι φύσεις με τα δραστήρια είδη, έχουν συμπληρωθεί και οι όγκοι των σωμάτων με τα αισθητά είδη. Και όπως ακριβώς οι ίδιοι Λόγοι έχουν μεταδοθεί σε τέσσερεις συνουσίες [συζητήσεις], αλλά με τον κατάλληλο τρόπο σε κάθε μία (πρωτογενώς στην πρώτη συνουσία [συζήτηση], γιατί εκεί υπάρχουν οι πρώτοι Λόγοι. Δευτερογενώς στην δεύτερη συνουσία [συζήτηση], γιατί η πρόοδος τους συνοδεύεται από τη μνήμη και τη φαντασία. Τριτογενώς στην τρίτη συνουσία [συζήτηση], γιατί εδώ υπάρχει μνήμη της μνήμης. Και με τον κατώτατο τρόπο στην τέταρτη συνουσία [συζήτηση], γιατί αυτή είναι η κατώτατη μνήμη), με τον ίδιο τρόπο όλα τα Είδη υπάρχουν παντού, αλλά σε κάθε βαθμίδα με τον κατάλληλο τρόπο. Γιατί τα πρώτα [πρωταρχικά] όντα, τα οποία «στιν ατ καθ ατ» [αυτούσια], λέει ο Σωκράτης, «ν τος νοητος στιν» και δεν έχουν μέσα τους τίποτα το εικονικό, όπως ακριβώς στην περίπτωση της πρώτης συνουσίας [συζήτησης] τα λόγια δεν προχώρησαν μέσω της φαντασίας και της μνήμης. Γιατί η μνήμη είναι εικόνα των πραγμάτων που μνημονεύονται. Τα είδη που υπάρχουν μέσα στις ψυχές έχουν την ουσία με τρόπο δευτερογενή όσον αφορά της τελειότητα, και για αυτό είναι εικόνες των νοητών, όπως ακριβώς η δεύτερη συνουσία [συζήτηση] έλαβε χώρα μαζί με την μνήμη και με την φαντασία. Τα είδη μέσα στις φύσεις είναι ακόμα περισσότερο εικόνες και εικόνες των εικόνων. Γιατί η γένεση και η ύπαρξη των φυσικών Λόγων προκύπτει μέσω των ψυχικών ειδών. Τα αισθητά είδη είναι τα τελευταία από όλα και είναι αυτά μόνο εικόνες, αφού κατέληξαν στ άγνωστο και στο απροσδιόριστο και δεν υπάρχει τίποτα μέσα από αυτά. Γιατί μέσα σε αυτά βρίσκονται οι καταλήξεις όλων των Λόγων. Και μέσα σε αυτά υπάρχει κάτι θαυμαστό : αυτός που διευθετεί τη δεύτερη συνουσία [συζήτηση], δεν αφηγείται μόνο τους Λόγους, αλλά επίσης εισάγει τα πρόσωπα και τα πράγματα. Και αυτός που διευθετεί την τρίτη συνουσία [συζήτηση], μνημονεύει όλα όσα υπήρχαν στην πρώτη και στη δεύτερη συνουσία [συζήτηση]. Και αυτός που διευθετεί την τέταρτη συνουσία [συζήτηση] μνημονεύει όλα τα πρόσωπα και πράγματα της πρώτης, της δεύτερης και της τρίτης συνουσία [συζήτηση], προκειμένου τα πρώτα να παρευρίσκονται παντού μέχρι και τα τελευταία, και τα δεύτερα να υπάρχουν εν δυνάμει μέσα στα πρώτα (γιατί εκεί βρίσκεται ο Πυθόδωρος ο οποίος διευθετεί τη δεύτερη συνουσία [συζήτηση]) και να απλώνονται και τα ίδια μέσα στα επόμενα, και τα τρίτα πάλι παρομοίως να υπάρχουν εν δυνάμει μέσα στα δεύτερα (γιατί εκεί βρισκόταν ο Αντιφών, ο εισηγητής της τρίτης συνουσίας [συζήτησης]) και να απλώνουν τις ενέργειες των πρώτων μέχρι τα τελευταία.
Βέβαια, ο Πρόκλος [«Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδη, βιβλίο Α, 628.1 - 630.14»] μας πληροφορεί πως όπως οι συνουσίες [συζητήσεις] συμβολίζουν κάτι, έτσι και τα πρόσωπα του διαλόγου κατά μεν τον Ιάμβλιχο – που έκανε διάκριση μεθεκτών και αμέθεκτων νοών – ο μεν Παρμενίδης έχει τοποθετηθεί κατ’ αναλογία ή με τον εξηρημένο [υπερβατικό] νοητικό Νου που δεν επιδέχεται συμμετοχή, τον αμέθεκτο που μυθολογικά ονομάζεται  Ζευς – Δίας, ο οποίος με την νόησή του είναι ενωμένος με το όντως ΟΝ που μυθολογικά ονομάζεται Ορφικό Ωό και καταπίνει το νοητό υπόδειγμα που μυθολογικά ονομάζεται Ορφικός Φάνης, ή κατ’ αναλογία προς το ίδιο το όντως ΟΝ, με το οποίο κυρίως διατρίβων έλεγε ότι το όντως ΟΝ είναι ένα.
Ο Ζήνων αντιστοιχεί στον Νου που επιδέχεται συμμετοχή από την Ψυχή, τον μεθεκτό που μυθολογικά ονομάζεται Διόνυσος, που έχει συμπληρωθεί από τα νοητικά είδη, τα οποία υποδέχτηκε στην ουσία του από τον άυλο και αμέθεκτο Νου. Για αυτό και σπεύδει ο ίδιος να αρπάξει [πάρει] τον εαυτό του από το πλήθος και να τον οδηγήσει στο Ένα ΟΝ, μιμούμενος τον προ αυτού αμέθεκτο Νου, προς τον οποίο ανάγει την τελείωσή του. Μάλιστα μπορούμε να πούμε ο άνδρας αυτός, ο οποίος χαίρεται με τις συγκεντρώσεις των αντιθέτων και με τα αντικρουόμενα επιχειρήματα, απεικονίζει την ίδια την ζωή που βρίσκεται μετά το ΟΝ, όπως ακριβώς και η ίδια η ζωή που βρίσκεται μετά το ΟΝ ήταν η πρώτη που παρουσίασε την εμφάνιση των αντιθέτων, της στάσης και της κίνησης ταυτόχρονα.
Από την άλλη ο Σωκράτης συμβολίζει τον επιμέρους [μερικό]  Νου ή και γενικά με τον νου, για όσους ο Παρμενίδης αντιστοιχεί με το ΟΝ και ο Ζήνωνας με τη ζωή. Για αυτό ακριβώς είναι πολύ εξοικειωμένος με τον Παρμενίδη και με τον Ζήνωνα και συμπληρώνει μαζί τους την πρώτη συνουσία [συζήτηση], η οποία λέγαμε ότι αποτελεί εικόνα των όντως Όντων, όπως ακριβώς και ο νους είναι και ο ίδιος πλήρωμα [συμπλήρωμα] της αμερίστου [αδιαίρετης] ουσίας. Επίσης έχει παρουσιαστεί να φιλοσοφεί ιδιαιτέρως περί των Ιδεών. Γιατί τι άλλο ταιριάζει στον επιμέρους [μερικό] νου εκτός από το να ορά τα θεϊκά Είδη και να τα αποκαλύπτει στους άλλους ;; Έτσι αυτοί οι τρείς κατά την γνώμη μας φαίνεται να διατηρούν τέτοια αναλογία, ο ένας ως προς το όντως ΟΝ, ο άλλος προς τη ζωή και ο τρίτος προς τον Νου, ή ο ένας προς τον όλο [καθολικό] αμέθεκτο Νου, ο άλλος προς τον μεθεκτό Νου, και ο τρίτος προς τον επιμέρους [μερικό] άμα και μεθεκτόν νου. Και μέχρι αυτούς φτάνει η αμέριστο [αδιαίρετη] φύσις. Γιατί κάθε νους είτε είναι καθολικός και αμέθεκτος, είτε είναι καθολικός και μεθεκτός, είτε είναι μερικός [επιμέρους] και μεθεκτός. Γιατί δεν υπάρχει μερικός νους που να είναι αμέθεκτος.
Για τον δε Πορφύριο αυτοί οι τρείς συμβολίζουν τις τρείς βαθμίδες εντός της περιοχής του Νοός: το ΟΝ, τη ζωή και τον κυρίως Νου. Ο Πυθόδωρος συμβολίζει την θεϊκή ψυχή ή την τάξη των Αγγέλων, που έχουν σαν έργο τους να αποκαλύπτουν στα κατώτερα όντα τη βούληση των θεών. Ο Αντιφών συμβολίζει τη δαιμονική ψυχή που σαν ιππέας κατευθύνει τον φυσικό Κόσμο. Τέλος ο Κέφαλος και οι φιλόσοφοι από τις Κλαζομενές συμβολίζουν τις επιμέρους ψυχές που κινούνται μέσα στην περιοχή της Φύσης.
Από τους τρείς άντρες που αφηγούνται την συνουσία [συζήτηση], ο Πυθόδωρος αντιστοιχεί στην θεϊκή ψυχή και παρευρίσκεται στην πρώτη συνουσία [συζήτηση] και συμπληρώνεται με μακάριους Λόγους, όπως ακριβώς η θεϊκή ψυχή συμπληρώνεται με τα νοητικά Είδη (γιατί και αυτή, όπως λέγει ο Σωκράτης στον «Φαίδρο, 247.a», ανεβαίνει για «τραπέζι και γλέντι - δατά τε κα θοίνην» ακολουθώντας των μεγάλο Δία). Παρευρίσκεται, όμως σιωπηλά, επειδή ολόκληρο εκείνο το είδος της συνουσίας [συζήτησης] ταιριάζει στην ιδιαίτερη φύση των Όντων. Όμως αντιστοιχεί και στην τάξη των Αγγέλων, επειδή αποκαλύπτει πρωταρχικά ολόκληρη την ενατένιση εκείνων των θεϊκών όντων.
Ο Αντιφών εικάζεται [παρομοιάζεται] με την δαιμόνια ψυχή, η οποία ανυψώνει τη φύση. Για αυτό και ο ίδιος θέλει να είναι ένας ιππέας, όπως ακριβώς και αυτού του είδους η ψυχή θέλει να ποδηγετεί το άλογο στοιχείο και να το οδηγεί σύμφωνα με τη βούλησή της. Μάλιστα συμπληρώνεται με λόγους από τον Πυθόδωρου κατά την δεύτερη συνουσία [συζήτηση] και συμπληρώνει τους άνδρες που έχουν έρθει από τις Κλαζομενές, επειδή και αυτού του είδους η ψυχή, η οποία κατέχει τη μεσαία θέση, συμπληρώνεται από τις ανώτερες δυνάμεις και συμπληρώνει τη φύση με τα δικά της είδη.
Ο Κέφαλος και οι φιλόσοφοι από τις Κλαζομενές φαίνεται να αντιστοιχούν στις επιμέρους ψυχές που συναναστρέφονται με τη Φύση, παίζοντας και εδώ ένα παρόμοιο ρόλο, επειδή και οι ίδιοι είναι φυσικοί φιλόσοφοι.
Πράγματι, ολόκληρο το Ιωνικό διδασκαλείο είναι τέτοιο σε αντίθεση με το ιταλικό.
Γιατί το Ιταλικό διδασκαλείο αναγόταν συνεχώς στην ουσία των νοητών και μέσα σε αυτή έβλεπε να υπάρχουν όλα τα άλλα εν δυνάμει, ενώ το Ιωνικό διδασκαλείο ασχολιόταν με τη Φύση και με τις φυσικές δημιουργίες και επιδράσεις, και σε αυτά περιόριζε ολόκληρη τη φιλοσοφία. Ανάμεσα τους βρισκόταν το Αττικό διδασκαλείο, το οποίο διόρθωνε το Ιωνικό διδασκαλείο και την φιλοσοφία του και αποκάλυπτε την Ιταλική θεωρία. Έτσι ο Σωκράτης στον «Φαίδωνα, 98.c» κατηγορεί τον Αναξαγόρα επειδή δεν χρησιμοποιεί πουθενά τον νου και θεωρεί ως αιτία των φυσικών φαινομένων ανέμους, καταστάσεις και άλλα παρόμοια. Στον «Σοφιστή, 217.c», από την άλλη, παρακαλεί τον Ελεάτη σοφό να μεταδώσει και σε αυτόν τη φιλοσοφία που καλλιεργήθηκε εκεί. Αλλά σε εκείνους τους διαλόγους το κάνει ξεχωριστά για την κάθε σχολή, όπως είπαμε. Εδώ, όμως, η υπόθεση οδηγεί στην Αθήνα τους εξ Ιταλίας φιλοσόφους, προκειμένου να μεταδώσουν τα πάτρια δόγματα τους στους Αθηναίους. Οδηγεί και τους εξ Ιωνίας φιλοσόφους, προκειμένου να «μεταλάβωσι τν ταλικν φηγήσεων». Γιατί οι Κλαζομενές ανήκουν στην Ιωνία και η Ελέα στην Ιταλία. Και, όπως ακριβώς τα ίδια τα φυσικά είδη στο σύνολό τους μετέχουν στα νοητά μέσω των ψυχικών ειδών, έτσι και τούτο το σκηνικό μεταδίδει στους Ίωνες φιλοσόφους τα αγαθά της Ιταλιότικης φιλοσοφίας. Γιατί τους οδηγεί στην Αθήνα και μέσω των Αθηναίων τους παρέχει την μετουσία [συμμετοχή] στους εποπτικούς λόγους.
Εδώ όμως θα σταματήσουμε, διότι θεωρούμε ότι όσα έχουν ειπωθεί σχετικά με το σκηνικό της υπόθεσης και με τις τέσσερις συνουσίες [συζητήσεις] και με τη σειρά των προσώπων και με την αναλογία τους προς τα «ἐν τῷ παντὶ» Όντα, είναι αρκετά για μια πρώτη επαφή για όσους θέλουν και μπορούν με αφετηρία τον Πλατωνικό διάλογο για τις Ιδέες να ατενίσουν τα Όντα, και μάλιστα το καθένα στην κατάλληλη του θέση.
Τώρα, και σε αυτό το σημείο, θα σταματήσουμε τα σχετικά με τις αναλογίες και θα αναφερθούμε στον σκοπό του Πλατωνικού αυτού διαλόγου : ο σκοπός, λοιπόν, του διαλόγου – για πολλούς από τους παλαιούς που τον μελέτησαν – είναι οντολογικός. Κάποιοι, μάλιστα, από τους παλαιούς διατείνονται ότι αυτή η πρόθεση αφορά το ΟΝ, επικαλούμενοι τη μαρτυρία του ίδιου του Παρμενίδη ο οποίος αναφωνεί ξεκάθαρα ότι θα κάνει λόγο για το Ένα, όπως τον εννοεί αυτός. Και λένε ότι αυτό το Ένα είναι το ΟΝ και ότι κατά κοινή ομολογία αυτή είναι η θεωρία του Παρμενίδη. Και το δηλώνει ο Ξένος, στον Πλατωνικό «Σοφιστή, 245.a», ο οποίος επικρίνει τον Παρμενίδη επειδή, όταν μιλάει για το ΟΝ, δεν μιλάει ακόμη για το αληθώς Ένα. Άλλοι – όπως ο Πλωτίνος, ο Πορφύριος και ο Ιάμβλιχος – οι οποίοι συμφωνούν στο ότι ο σκοπός του Πλατωνικού «Παρμενίδη» είναι οντολογικός, υποστηρίζουν ότι ο διάλογος δεν πραγματεύεται μόνο περί του Ενός Όντος, αλλά με όλα τα όντα που έλαβαν υπόσταση από το Ένα. Γιατί λένε ότι όντως οι υποθέσεις ξεκίνησαν από το Ένα του Παρμενίδη, που είναι το Ένα ΟΝ. Μολονότι, όμως, ξεκίνησαν από εκεί, μερικές φορές στηρίζονται στην έννοια του Ενός χωρίς το ΟΝ και αποκαλύπτουν το αληθώς Ένα που είναι καθαρό από κάθε πλήθος και που για αυτό είναι εξηρημένο του Όντος και δεν επιδέχεται την προσωνυμία του Όντος. Άλλοτε, πάλι, ταιριάζουν και στα δύο εξίσου, και στο Ένα και το ΟΝ, και ανάγουν τα πάντα στον νοητό διάκοσμο [Κόσμο], μέσα στον οποίο υπάρχει αληθώς το ΟΝ και το Ένα που μετέχει αυτοτελώς στο ΟΝ [«ἐν ᾧ καὶ τὸ εἶναι ὡς ἀληθῶς ἐστι, καὶ τὸ ἓν αὐτοτελῶς μετέχον τοῦ εἶναι» όπως λέγει ο Πρόκλος]. Άλλοτε χρησιμοποιούν το ΟΝ και συνδέουν μόνο το ουσιώδες Ένα με αυτό και έτσι δείχνουν ότι υπάρχει κάποια ασώματη φύση της οποίας η ύπαρξη οφείλεται στο Ένα, αλλά είναι τρίτη από το αληθώς Ένα. Έπειτα οι υποθέσεις μεταβαίνουν στην εξέταση των άλλων πέραν του Ενός και δείχνουν ότι αυτά, με το να μετέχουν στο Ένα, συγκεντρώνουν τα πάντα στον εαυτό τους, ενώ με το να μην μετέχουν στο Ένα, στερούνται τα πάντα. Επειδή, όμως, όλα αυτά δεν μπορούν να εφαρμοστούν στο Ένα ΟΝ, συμπεραίνουμε εύλογα, όπως άλλωστε και εκείνοι οι παλαιοί,  ότι ο λόγος δεν αφορά μόνο εκείνο αλλά τα πάντα, από την πρώτη αιτία μέχρι τα τελευταία, στα οποία υπάρχει η στέρηση των πάντων και τα οποία έχουν εξομοιωθεί με την πρώτη αιτία με ανόμοιο τρόπο (γιατί αυτό που έχει στερηθεί τα πάντα επειδή δεν μετέχει στο Ένα, είναι κατά κάποιο τρόπο όμοιο με αυτό που υπερβαίνει τα πάντα επειδή μετέχει στο ΟΝ). Αλλιώς πως θα μπορούσαν να αποδοθούν στο Ένα ΟΝ πράγματα τόσο αντίθετα μεταξύ τους ;; Γιατί, αν αληθεύει η υπόθεση και αν εκφράζει ακριβώς αυτό που θέλει να πει ο Παρμενίδης, δηλαδή ότι το Ένα ΟΝ “υπάρχει” – «εἶναι τὸ ἓν ὂν» όπως λέγει ο Πρόκλος, και αν αυτός αποδεικνύει ότι τα επακόλουθα προκύπτουν αναγκαστικά από την αληθινή υπόθεση, τότε σύμφωνα με αυτόν θα είναι αληθινά όλα όσα αποδεικνύονται αν υποτεθεί ότι το Ένα ΟΝ «είναι» [υπάρχει], ώστε και «ὅσα ἀποφάσκει καὶ ὅσα καταφάσκει» θα αποδοθούν αληθινά στο ίδιο πράγμα, δηλαδή στο Ένα ΟΝ, πράγμα που ασφαλώς είναι το πιο αδύνατο από όλα. Αν, επίσης είναι αληθινά και όλα τα επακόλουθα που προκύπτουν από την υπόθεση ότι το Ένα ΟΝ «μὴ εἶναι» [δεν "υπάρχει"], και εκείνα ασφαλώς θα μπορούν να αποδοθούν στο Ένα ΟΝ. Και αυτό κατά την έννοια ότι η λογική αποδεικνύει ότι και μόνο τα καταφατικά επακόλουθα του Ενός δεν μπορούν να υπάρχουν στο Ένα ΟΝ. Γιατί πως θα είναι το Ένα ΟΝ πλήθος άπειρο, αφού το ίδιο το Ένα αναιρεί σύμφωνα με τον Παρμενίδη το άπειρο ως προς το πλήθος. Πώς θα υπάρχει άπειρος αριθμός, τον οποίο εκείνος θέλει με κάθε τρόπο να ενοποιήσει τόσο, ώστε να δίνει την εντύπωση ότι αρνείται κάθε πλήθος των όντων ;; Πώς μπορεί το αιώνιο να μετέχει στον χρόνο ;; Γιατί τέτοιο είναι το Ένα ΟΝ σύμφωνα με τον Παρμενίδη, το οποίο «ταὐτόν τ᾽ ἐν ταὐτῶι τε μένον καθ᾽ ἑαυτό τε κεῖται χοὔτως ἔμπεδον αὖθι μένει μέσα στον εαυτό του παραμένοντας εφησυχάζει στον εαυτό του, και τοιουτοτρόπως παραμένει εκεί σταθερό», όπως λέγει ο Παρμενίδης στον 29ον στίχο του 8ουαποσπάσματος.
Έτσι, και σύμφωνα με όλα αυτά, δεν πρέπει να λέγουμε ότι ο σκοπός του Πλατωνικού “Παρμενίδη“ αφορά απλώς το ΟΝ, στο οποίο δεν ταιριάζουν ούτε όλα τα καταφατικά επακόλουθα ούτε τα αποφατικά ούτε τα διπλά, δηλαδή τα καταφατικά και αποφατικά. Αντίθετα ο σκοπός αφορά όλα τα όντα, εκ των οποίων κάποια επιδέχονται τα καταφατικά, κάποια άλλα τα αποφατικά και κάποια άλλα τα διπλά επακόλουθα, καθένα διαφορετικά, ώστε δικαιολογημένα και με ακρίβεια ο Παρμενίδης του Πλατωνικού «Παρμενίδη, 179.a» λέγει ότι θα αρχίσει από το Ένα όπως το εννοεί αυτός. Γιατί ξεκίνησε από αυτό, αλλά μέσω των επακόλουθων του αποκάλυψε ολόκληρη τη φύση των όντων, όπως, αν κανείς έλεγε, θέλοντας να εφαρμόσει την ίδια μέθοδο στην περίπτωση της ψυχής, ότι θα ξεκινήσει από τη μία ψυχή και υποθέτοντας αυτή αποδεικνύει τα πλήθη των ψυχών και όλα όσα μετέχουν σε αυτές. Γιατί θα λέγαμε ότι αυτός, μολονότι ξεκίνησε από τη μια ψυχή, δεν συζητά μόνο για εκείνη, αλλά συζητά και για εκείνη, η οποία είναι αντικείμενο της υπόθεσης. Γιατί γενικά, όταν παίρνουμε την υπόθεση κάποιων πραγμάτων, η υπόθεση παίζει τον ρόλο της αρχής. Και η έρευνα δεν αφορά την υπόθεση αλλά τα επακόλουθα της, είτε η υπόθεση παραμένει είτε αλλάζει.
Όλα αυτά λοιπόν αποτελούν τις αντιλήψεις παλαιών φιλοσόφων σχετικά με τον σκοπό του Πλατωνικού “Παρμενίδη“.
Τώρα, όμως θα αναφέρουμε το σκοπό κατά την άποψη του Συριανού, του δασκάλου του Πρόκλου, με την οποία συμφωνούμε πάραυτα : ο Συριανός λοιπόν συμφωνούσε και αυτός με τα προλεγόμενα, προσέθεσε όμως στις ερμηνείες των παλαιοτέρων το ότι ο διάλογος δεν αφορά το ΟΝ ή μόνο τα όντως Όντα. Αντιθέτως, αποδεχόμενος ότι αφορούσε τα πάντα, επέμενε, όπως μας πληροφορεί ο Πρόκλος, να προσθέτει το εξής : «καθ᾽ ὅσον ἑνὸς πάντα ἐστὶν ἔκγονα καὶ εἰς ἓν ἀνήρτηται πάντων αἴτιον – στον βαθμό που τα πάντα είναι απότοκα το Ενός και έχουν αναχθεί στο ένα αίτιο των πάντων», στον βαθμό που έχουν θεοποιηθεί όλα. Γιατί θα μπορούσες να πεις ότι καθετί, με το να μετέχει στο Ένα, έχει θεοποιηθεί ανάλογα με την βαθμίδα του, ακόμη και αν μιλήσεις για τα τελευταία όντα. Γιατί αν ταυτίζεται ο Θεός και το Ένα, επειδή δεν υπάρχει κάτι ανώτερο από τον Θεό και από το Ένα, τότε η ενοποίηση και η θεοποίηση θα ταυτίζονται. Γιατί αν ήταν το ίδιο πράγμα ο Θεός και ο ήλιος, τότε ο φωτισμός και η θεοποίηση θα ταυτίζονται. Γιατί το Ένα χαρίζει την ένωση και ο ήλιος τον φωτισμό. Όπως ακριβώς, λοιπόν, ο Πλάτων στον «Τίμαιο» δεν διδάσκει την Φύση όπως συνήθως οι Φυσικοί, αλλά την διδάσκει στον βαθμό που τα πάντα έχουν διακοσμηθεί από τον ένα δημιουργό, κατά αυτόν τον τρόπο και ο Παρμενίδης, ακόμα και να πραγματεύεται τα όντα, θα πούμε ότι τα πραγματεύεται στον βαθμό που αυτά προέρχονται από το Ένα. Και αυτό το Ένα υπάρχει αλλιώς μέσα στους θεούς και αλλιώς μετά τους θεούς. Γιατί αλλού είναι αυτοτελές και όχι σαν κάτι που υπάρχει μέσα σε υποκείμενο [υπόστρωμα]. (Γιατί κάθε θεός είναι θεός λόγω του Ενός [κατὰ τὸ ἓν θεὸς], παρόλο που ο πρώτος θεός είναι μόνο Ένα δίχως καμία προσθήκη [ἀπλεόναστος], ενώ καθένας από τους υπόλοιπους θεούς έλαβε κάποια προσθήκη λόγω των διαφορετικών όντων που έχουν εξαρτηθεί από τον καθέναν τους [ἐπλεόνασαν]. Και είναι λιγότεροι όσοι βρίσκονται πιο κοντά στον Θεό που δεν έχει καμία προσθήκη, και περισσότεροι όσοι βρίσκονται πιο μακριά του, όπως ακριβώς έχουν συγγενέστερη φύση με αυτόν όσα βρίσκονται πιο κοντά του και λιγότερο συγγενή φύση όσα βρίσκονται πιο μακριά του. Επίσης η προσθήκη και η πλήθυνση επέρχεται λόγω της ύφεσης τους [υποβάθμισής τους]). Αλλού, λοιπόν, το Ένα είναι [υπάρχει] αληθινά και αλλού είναι [υπάρχει] ως εξής. Γιατί κάθε είδος και κάθε ψυχή και κάθε σώμα μετέχει σε κάποια ενότητα, αλλά αυτή πλέον η ενότητα δεν είναι θεός, παρόλο που είναι και αυτή, αν επιτρέπεται να το πούμε, εικόνα θεού και θεϊκό σπέρμα, όπως το είδος είναι εικόνα του Όντος, όπως η γνώση είναι εικόνα του νου ακόμα και στα τελευταία όντα, και όπως η αυτό-κίνηση είναι εικόνα της ψυχής. Όπως, λοιπόν, κάθε αυτοκινούμενο είναι είτε ψυχή είτε έμψυχο, και όπως καθετί που έχει την ικανότητα της γνώσης είναι είτε νους είτε προικισμένο με νου, και όπως κάθε είναι ουσία είτε ουσιοποιημένος, έτσι και κάθε ενότητα είναι είτε θεός είναι θεοποιημένο. Ο Πλάτων λοιπόν, στον «Τίμαιο», ανάγει τα πάντα στον δημιουργό και ο Παρμενίδης στο Ένα, και η σχέση του δημιουργού προς τα εγκόσμια είναι ανάλογη της σχέσης του Ενός προς όλα τα όντα. Αλλά ο δημιουργός είναι κάποιο Ένα, όχι όμως το «ἁπλῶς» [απόλυτο] Ένα. Γιατί και αυτός είναι κάποιος θεός. Γιατί ο θεός που είναι το Ένα δεν είναι κάποιος θεός. Γιατί ο θεός που είναι το Ένα δεν είναι κάποιος θεός αλλά απολύτως ο Θεός. Και ο δημιουργός είναι κάποιος θεός, επειδή η δημιουργική ιδιότητα είναι μια ιδιότητα του θεού και υπάρχουν και άλλες θεϊκές ιδιότητες που δεν είναι δημιουργικές.
Καθώς οι διάλογοι, λοιπόν, έχουν μεταξύ τους αυτή την αναλογία ως προς τους σκοπούς τους, συμφωνούν και οι χρόνοι των σκηνικών που έχουν για βάση τους. Γιατί ο ένας λαμβάνει χώρα κατά τα Μικρά Παναθήναια και ο άλλος κατά τα Μεγάλα, στα οποία θα υπάρχει και το πέπλο της θεάς που απεικονίζει τη νίκη κατά των Γιγάντων. Και αυτό το σκηνικό των Γιγάντων είναι βέβαια καταλληλότατο για τις μελέτες σχετικά με την ενότητα που διέπει τα πάντα. Γιατί λέγεται ότι η Αθηνά, επιφέροντας νου και ένωση στις διαιρεμένες και υλικές περιοχές που διοικεί, κυριαρχεί στους Γίγαντες, κάνοντας τα νοητικά να  κυριαρχούν στα άλογα στοιχεία, τα άυλο στα υλικά, και τα ενωμένα σε όσα έχουν λάβει πλήθος. Αυτό το πέπλο, λοιπόν, ήταν το σύμβολο της αθηναϊκής δύναμης η οποία είναι εξηρημένη [υπερβατική] από τα εγκόσμια και με την οποία η Αθηνά συνυπάρχει με τον πατέρα της και μαζί με εκείνον επικρατεί στους Γίγαντες. Τα αποκαλούμενα Μικρά Παναθήναια τιμούν ιδιαιτέρως την εγκόσμια τάξη της που είναι συμπαραταγμένη με την Σεληνική περίοδο [περιφορά]. Για αυτό, λοιπόν, φάνηκε ότι ταιριάζουν στον διάλογο που μας αποκαλύπτει ολόκληρη την Κοσμική γένεσιν. Έτσι, λοιπόν, ο χρόνος ταιριάζει με τον σκοπό του Παρμενίδη και η συζήτηση αυτή, η οποία είναι τέταρτη από την πρώτη και την οποία αφηγείται ο Κέφαλος (προς όποιους και αν αφηγείται), σύμφωνα με την πρόοδο των πάντων από το Ένα μέχρι και τα τελευταία όντα. Γιατί όλα όσα προέκυψαν από εκεί είναι είτε Ενάδες (όσα έχουν λάβει υπόσταση κατευθείαν από το Ένα) είτε ουσίες (οι οποίες προκύπτουν από το Ένα μέσω των ενάδων) είτε μεσότητες ανάμεσα στις ουσίες και στα γεννημένα όντα (αυτές τις μεσότητες τις παράγουν και οι ουσίες και πριν από τις ουσίες οι Ενάδες και το Ένα) είτε γεννημένα όντα τα οποία προκύπτουν από όλα τα παραπάνω. Αν, λοιπόν, όλα όσα είναι καθ’ οιονδήποτε τρόπο τελειότερα και εξομοιώνονται με τον ύψιστο σκοπό όλων προχώρησαν μέχρι τέσσερις υποβαθμίσεις των πάντων από το Ένα και η οποία είναι τέταρτη, δεν έχει τοποθετηθεί σε συμφωνία με την θεωρία που αποτελεί βάση του διαλόγου ;; Και αν μέσα στα γεννημένα όντα υπάρχει η υποδοχή που είναι από μόνη της αδιαμόρφωτη, τα πρόσωπα που υποδέχονται τους λόγους κατά την τέταρτη συνουσία [συζήτηση] θα φέρουν μια εικόνα αυτής τα υποδοχής και θα είναι και αυτού ασφαλώς ανώνυμοι λόγω της αναλογίας τους προς το απροσδιόριστο στοιχείο. Γιατί το όνομα είναι σύμβολο του είδους. Και πρέπει από όλα αυτά να συμπεράνουμε ότι κάθε ύπαρξη είναι είτε ουσία είτε είναι γένεσις [γεννημένο ον]. Και αυτή η τελευταία περίπτωση θα βρίσκεται είτε υπεράνω των ουσιών και των γεννημένων όντων είτε κάτω από τις ουσίες και τα γεννημένα όντα. Γιατί κάθε υλικό στοιχείο δεν είναι τίποτα από τα δύο, καθώς εξομοιώνεται με ανόμοιο τρόπο, όπως λένε, με όσα βρίσκονται υπεράνω των γενέσεων [γεννημένων όντων] και της ουσίας.
  • Ελεάτες φιλόσοφοι [Παρμενίδης - Ζήνων] = Κόσμος ιδεατών και όντως Όντων – Ιδεών
  • Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι = Κόσμος μαθηματικών Όντων – Αριθμοί και γεωμετρικά σχήματα.
  • Ίωνες φιλόσοφοι [Αναξαγόρας]= Αισθητών Κόσμος – αισθητών Ειδών
Ο Πλάτων στον «Παρμενίδη, 126. a.1 – 130.d.8» μας λέγει δια στόματος Κέφαλου ότι:
«Όταν φτάσαμε στην Αθήνα από την πατρίδα μας τις Κλαζομενές, πετύχαμε στην αγορά τον Αδείμαντο και τον Γλαύκωνα.  Και αφού ο Αδείμαντος με πήρε από το χέρι, είπε : Χαίρε, Κέφαλε. Αν χρειάζεσαι από εδώ κάτι που εμείς μπορούμε να κάνουμε για εσάς, πες το.
Πράγματι, είπα εγώ, για αυτό ακριβώς παρευρίσκομαι, για να σας παρακαλέσω.
Μπορείς να μου πεις την παράκλησή σου, είπε.
Και εγώ είπα : Ποιο ήταν το όνομα του ομομήτριου αδερφού σας ; Γιατί δεν το θυμάμαι. Ήταν, θαρρώ, παιδί την προηγούμενη φορά που ταξίδεψα εδώ από τις Κλαζομενές. Πάει πια πολύς καιρός από τότε. Γιατί το όνομα του πατέρα του ήταν, νομίζω, Πυριλάμπης.
Μάλιστα, είπε.
Κι αυτός ;;
Και του ίδιου το όνομα ήταν Αντιφώντας. Γιατί όμως ρωτάς.
Τούτοι εδώ, είπα εγώ, είναι συμπολίτες μου, κορυφαίοι φιλόσοφοι, και έχουν ακούσει ότι αυτός ο Αντιφώντας κάποτε έκανε πολύ παρέα με κάποιον Πυθόδωρο, φίλο του Ζήνωνα, και ότι άκουσε πολλές φορές από τον Πυθόδωρο και για αυτό μπορεί να θυμηθεί τους λόγους τους οποίους κάποτε αντάλλαξαν ο Σωκράτης, ο Ζήνωνας και ο Παρμενίδης.
Αλήθεια λες, είπε.
Αυτά, λοιπόν θέλουμε να ακούσουμε, είπα εγώ.
Δεν είναι δύσκολο, είπε. Γιατί όταν ήταν νεαρός, μελέτησε πολύ καλά τη συζήτηση, ενώ τώρα ασχολείται ως επί το πλείστον με την ιππασία, σαν τον ομώνυμο παππού του. Αν πρέπει όμως, ας πάμε κοντά του. Γιατί πριν λίγο έφυγε από εδώ για την οικία του. Και μένει κοντά στην Μελίτη.
Αφού είπαμε αυτά, αρχίσαμε βαδίζουμε και βρήκαμε τον Αντιφώντα στο σπίτι του να δίνει σε χαλκουργό ένα χαλινάρι να το επισκευάσει. Όταν ξεμπέρδεψε με εκείνον, οι αδερφοί του του έλεγαν γιατί ήμασταν εκεί και με αναγνώρισε από το προηγούμενο ταξίδι μου και με χαιρέτισε. Και ενώ τον παρακαλούσαμε να μας διηγηθεί τη συζήτηση, στην αρχή δίστασε, γιατί έλεγε ότι είναι πολύ δύσκολο. Έπειτα όμως άρχισε να διηγείται. Είπε, λοιπόν, ο Αντιφώντας ότι ο Πυθόδωρος του έλεγε πως κάποτε ήρθαν στα Μεγάλα Παναθήναια ο Ζήνωνας και ο Παρμενίδης. Ο Παρμενίδης ήταν πια αρκετά ηλικιωμένος, με άσπρα μαλλιά, όμως ωραίος και αγαθός στην όψη, εξήντα πέντε χρονών περίπου. Ο Ζήνωνας ήταν τότε περίπου σαράντα χρονών, ψηλός και ευχάριστος στην όψη, και λέγεται ότι αυτός ήταν ο αγαπημένος μαθητής του Παρμενίδη. Και είπε ο Αντιφώντας ότι αυτοί κατέλυσαν στο σπίτι του Πυθόδωρου έξω από τα τείχη στον Κεραμεικό. Εκεί, λοιπόν, ήρθε ο Σωκράτης και μαζί του πολλοί άλλοι οι οποίοι επιθυμούσαν να ακούσουν τα συγγράμματα του Ζήνωνα. Γιατί αυτά τότε για πρώτη φορά μεταφέρθηκε από εκείνους. Ήταν μάλιστα ο Σωκράτης πολύ νέος. Τους τα διάβαζε, λοιπόν, ο ίδιος ο Ζήνωνας, ενώ ο Παρμενίδης έτυχε να είναι έξω. Και έμενε να διαβαστεί ακόμα ένα πολύ μικρό μέρος των λόγων, όταν μπήκε απέξω ο Πυθόδωρος, όπως λέει ο ίδιος, και μαζί του ο Παρμενίδης και ο Αριστοτέλης, που υπήρξε ένας από τους Τριάκοντα τυράννους, και άκουσαν πια κάποια λίγα πράγματα από τα συγγράμματα. Όμως αυτός είχε ακούσει τον Ζήνωνα και προηγουμένως.
- Ἐπειδὴ Ἀθήναζε οἴκοθεν ἐκ Κλαζομενῶν ἀφικόμεθα, κατ᾽ ἀγορὰν ἐνετύχομεν Ἀδειμάντῳ τε καὶ Γλαύκωνι· καί μου λαβόμενος τῆς χειρὸς ὁ Ἀδείμαντος, Χαῖρ᾽, ἔφη, ὦ Κέφαλε, καὶ εἴ του δέῃ τῶν τῇδε ὧν ἡμεῖς δυνατοί, φράζε.
Ἀλλὰ μὲν δή, εἶπον ἐγώ, πάρειμί γε ἐπ᾽ αὐτὸ τοῦτο, δεησόμενος ὑμῶν.
Λέγοις ἄν, ἔφη, τὴν δέησιν.
Καὶ ἐγὼ εἶπον· Τῷ ἀδελφῷ ὑμῶν τῷ ὁμομητρίῳ τί ἦν ὄνομα; οὐ γὰρ μέμνημαι. παῖς δέ που ἦν, ὅτε τὸ πρότερον ἐπεδήμησα δεῦρο ἐκ Κλαζομενῶν· πολὺς δὲ ἤδη χρόνος ἐξ ἐκείνου. τῷ μὲν γὰρ πατρί, δοκῶ, Πυριλάμπης ὄνομα.
Πάνυ γε, ἔφη.
Αὐτῷ δέ γε;
Ἀντιφῶν. ἀλλὰ τί μάλιστα πυνθάνῃ;
Οἵδε, εἶπον ἐγώ, πολῖταί τ᾽ ἐμοί εἰσι, μάλα φιλόσοφοι, ἀκηκόασί τε ὅτι οὗτος ὁ Ἀντιφῶν Πυθοδώρῳ τινὶ Ζήνωνος ἑταίρῳ πολλὰ ἐντετύχηκε, καὶ τοὺς λόγους, οὕς ποτε Σωκράτης καὶ Ζήνων καὶ Παρμενίδης διελέχθησαν, πολλάκις ἀκούσας τοῦ Πυθοδώρου ἀπομνημονεύει.
Ἀληθῆ, ἔφη, λέγεις.
Τούτων τοίνυν, εἶπον, δεόμεθα διακοῦσαι.
Ἀλλ᾽ οὐ χαλεπόν, ἔφη· μειράκιον γὰρ ὢν αὐτοὺς εὖ μάλα διεμελέτησεν, ἐπεὶ νῦν γε κατὰ τὸν πάππον τε καὶ ὁμώνυμον πρὸς ἱππικῇ τὰ πολλὰ διατρίβει. ἀλλ᾽ εἰ δεῖ, ἴωμεν παρ᾽ αὐτόν· ἄρτι γὰρ ἐνθένδε οἴκαδε οἴχεται, οἰκεῖ δὲ ἐγγὺς ἐν Μελίτῃ.
Ταῦτα εἰπόντες ἐβαδίζομεν, καὶ κατελάβομεν τὸν Ἀν τιφῶντα οἴκοι, χαλινόν τινα χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι· ἐπειδὴ δὲ ἐκείνου ἀπηλλάγη οἵ τε ἀδελφοὶ ἔλεγον αὐτῷ ὧν ἕνεκα παρεῖμεν, ἀνεγνώρισέν τέ με ἐκ τῆς προτέρας ἐπιδημίας καί με ἠσπάζετο, καὶ δεομένων ἡμῶν διελθεῖν τοὺς λόγους, τὸ μὲν πρῶτον ὤκνει-πολὺ γὰρ ἔφη ἔργον εἶναι- ἔπειτα μέντοι διηγεῖτο. ἔφη δὲ δὴ ὁ Ἀντιφῶν λέγειν τὸν Πυθόδωρον ὅτι ἀφίκοιντό ποτε εἰς Παναθήναια τὰ μεγάλα Ζήνων τε καὶ Παρμενίδης. τὸν μὲν οὖν Παρμενίδην εὖ μάλα ἤδη πρεσβύτην εἶναι, σφόδρα πολιόν, καλὸν δὲ κἀγαθὸν τὴν ὄψιν, περὶ ἔτη μάλιστα πέντε καὶ ἑξήκοντα· Ζήνωνα δὲ ἐγγὺς τῶν τετταράκοντα τότε εἶναι, εὐμήκη δὲ καὶ χαρίεντα ἰδεῖν, καὶ λέγεσθαι αὐτὸν παιδικὰ τοῦ Παρμενίδου γεγονέναι. καταλύειν δὲ αὐτοὺς ἔφη παρὰ τῷ  Πυθοδώρῳ ἐκτὸς τείχους ἐν Κεραμεικῷ· οἷ δὴ καὶ ἀφικέσθαι τόν τε Σωκράτη καὶ ἄλλους τινὰς μετ᾽ αὐτοῦ πολλούς, ἐπιθυμοῦντας ἀκοῦσαι τῶν τοῦ Ζήνωνος γραμμάτων-τότε γὰρ αὐτὰ πρῶτον ὑπ᾽ ἐκείνων κομισθῆναι-Σωκράτη δὲ εἶναι τότε σφόδρα νέον. ἀναγιγνώσκειν οὖν αὐτοῖς τὸν Ζήνωνα αὐτόν, τὸν δὲ Παρμενίδην τυχεῖν ἔξω ὄντα· καὶ εἶναι πάνυ βραχὺ ἔτι λοιπὸν τῶν λόγων ἀναγιγνωσκομένων, ἡνίκα αὐτός τε ἐπεισελθεῖν ἔφη ὁ Πυθόδωρος ἔξωθεν καὶ τὸν Παρμενίδην μετ᾽ αὐτοῦ καὶ Ἀριστοτέλη τὸν τῶν τριάκοντα γενόμενον, καὶ σμίκρ᾽ ἄττα ἔτι ἐπακοῦσαι τῶν γραμμάτων· οὐ μὴν αὐτός γε, ἀλλὰ καὶ πρότερον ἀκηκοέναι τοῦ Ζήνωνος».
Οι φιλόσοφοι της Ιταλίας, όπως είπαμε, «περὶ τὴν τῶν ὄντων εἰδῶν θεωρίαν διέτριβον», και άγγιζαν λίγο την φιλοσοφία των πραγμάτων που είναι αντικείμενο της δοξασίας. Οι φιλόσοφοι της Ιωνίας φρόντιζαν λιγότερο τη μελέτη των νοητών και εξέταζαν τη Φύση και τα έργα της Φύσεως με κάθε πληρότητα. Ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας, «ἀμφοτέρων μετασχόντες», τελειοποίησαν την υποδεέστερη φιλοσοφία και αποκάλυψαν την υψηλότερη. Αυτό, μάλιστα, γίνεται φανερό από τα όσα δηλώνει ο Σωκράτης στον «Φαίδωνα, 96.a», ότι δηλαδή παλαιοτέρα ήταν εραστής της φυσικής φιλοσοφίας, ύστερα όμως έχει ανατρέξει στα Είδη και στις θεϊκές αιτίες των όντων. Αυτό ακριβώς, λοιπόν, που ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας επέδειξαν στην περίπτωση της φιλοσοφίας τους, συγκεντρώνοντας τα αγαθά και των δύο διδασκαλείων σε μία τελειότατη αλήθεια, αυτό υποδεικνύει ο Πλάτωνας μέσω του σκηνικού που έχει στηθεί. Και αυτό που είναι θαυμαστό εδώ και αποκαλύπτει ικανοποιητικά τα πράγματα στα οποία αναφέρεται ο διάλογος είναι ότι οι Ίωνες φιλόσοφοι εμφανίζονται στην Αθήνα για να μετέχουν σε τελειότερα δόγματα, ενώ οι Αθηναίοι φιλόσοφοι, χωρίς πλέον να πάνε αντιστοίχως στην Ιταλία, έλαβαν συμμετοχή στην φιλοσοφία των εξ Ιταλίας φιλοσόφων. Αντιθέτως, οι εξ Ιταλίας, πήγαν στην Αθήνα και μετέδωσαν τα δικά τους δόγματα. Έτσι έχουν τα πράγματα και στην περίπτωση των ίδιων των όντων για όσους μπορούν να τα διακρίνουν. Τα πρώτα υπάρχουν ανεμπόδιστα παντού, μέχρι και στα τελευταία όντα, με τη μεσολάβηση των μεσαίων όντων, τα τελευταία όντα τελειοποιούνται με την μεσολάβηση των μεσαίων, και τα μεσαία όντα δέχονται «τὴν τῶν πρώτων εἰς αὐτὰ δόσιν» [χορηγία], κινούν τα τελευταία όντα και τα επιστρέφουν στον εαυτό τους και γίνονται κάτι σαν κέντρα και δυνάμεις των άκρων, καθώς συμπληρώνονται από τα τελειότερα και συμπληρώνουν τα υποδεέστερα.
Η Ιωνία, λοιπόν, ας θεωρηθεί σύμβολο της Φύσης, η Ιταλία την νοητικής ουσίας και η Αθήνα της μεσαίας ουσίας, «δι᾽ ἧς ἄνοδός ἐστι ταῖς ἀπὸ τῆς φύσεως εἰς νοῦν ἐγειρομέναις ψυχαῖς» [μέσω της οποίας οι ψυχές που διεγείρονται ανεβαίνουν από τη Φύση στον Νου]. Πράγματι, αυτό λέει και ο Κέφαλος αμέσως στο προοίμιο, ότι έφτασε από την πατρίδα του, τις Κλαζομενές, στην Αθήνα για την ακρόαση των λόγων του Παρμενίδη, και όταν έφτασε, «ἐντυχεῖν κατ᾽ ἀγορὰν Ἀδειμάντῳ καὶ Γλαύκωνι» και, αφού μέσω αυτών ήρθε σε επαφή με τον Αντιφώντα, άκουσε τον Αντιφώντα να αφηγείται τους λόγους τους οποίους είχε ακούσει από τον Πυθόδωρο και που ο Πυθόδωρος είχε ακούσει από τον Παρμενίδη. Με αυτό υποδεικνύει τι λογής πρέπει να είναι αυτός που θα ανέλθει, ότι δηλαδή θα πρέπει να παρακινηθεί «πρῶτον μὲν ἀνεγείρεσθαι τοῦ σώματος καὶ φεύγειν τὴν πρὸς αὐτὸ κοινωνίαν» [να εγκαταλείψει την επικοινωνία με το σώμα] και έπειτα να συνάψει τον εαυτό του με τον κλήρο της Αθηνάς μέσα στο σύμπαν. Αν η ψυχή μετάσχει σε αυτόν τον κλήρο, δεν είναι καθόλου περίεργο να γίνει παρατηρήτρια των ίδιων των πρώτων όντων, και δια τούτων «ἐποπτεῦσαι καὶ αὐτὰς τὰς τῶν ὄντων ἑνάδας».
Αν όμως δεν θέλαμε να ερμηνεύσουμε μόνο κατά αυτόν τον τρόπο αλλά και σε ένα ποιο υψηλό επίπεδο, οι Θεοί οι οποίοι καθοδηγούν τη Φύση και συνέχουν τις κάθε λογής δυνάμεις των ένυλων ειδών και όλων των ατομικών και αισθητών Λόγων [λογικών αρχών] είναι εξαρτημένοι από την πρωταρχική αιτία και, καθώς φωτίζονται από την Αθήνα, στρέφονται στον νοητικό τόπο, απομακρύνουν τους εαυτούς τους από το Κοσμικό σύστημα (γιατί αυτό λέγεται οίκος και πατρίδα των θεών που βρίσκονται μέσα του), ανυψώνονται στο ενωμένο πλήθος των όντων και εκεί μέσω της θεϊκής δύναμης προχωρούν προς την μονάδα ολόκληρου του πλήθους. Για όσους δεν είναι εντελώς ανίδεοι από παρόμοια πράγματα τα όσα έχουν ειπωθεί εδώ αποτελούν εικόνα αυτών των πραγμάτων. Γιατί καθένα από τα φυσικά είδη είναι κατώτερα από το πλήθος. Το πλήθος που βρίσκεται από πάνω του είναι, όπως λέγεται, πλήθος, όμως μετέχει στο ένα που είναι συμπαραταγμένο με τα πολλά. Πριν από αυτό βρίσκεται το εξηρημένο Ένα το οποίο βρίσκεται πάνω από τα πολλά και προς το οποίο κατευθύνεται η άνοδος μέσω της δυάδας. Γιατί από το Ένα προέκυψε πρώτα η δυάδα, όπως μας δίδαξε ο Πλάτων στον «Φίληβο, 16.e».
Συνεπώς η απομάκρυνση από τις Κλαζομενές δείχνει την ενέργεια των θεών η οποία υπερβαίνει τους Λόγους [λογικές αρχές] που βρίσκονται εντός της Φύσεως. Η συνάντηση στην αγορά με τον Γλαύκωνα και τον Αδείμαντο δείχνει την κυριαρχία της δυάδας πάνω στο ενωμένο πλήθος. Η επαφή μέσω αυτών με τον Αντίφωνα δείχνει την ανύψωση τους στο Ένα, από το οποίο φτάνει σε αυτούς η τελειότητα και η συμπλήρωση με τα θεϊκά αγαθά. Γιατί μέσα σε κάθε βαθμίδα των θεών υπάρχει η μονάδα, η βασιλεία της δυάδας και ο αριθμός που ταιριάζει σε αυτήν. Και όλο αυτό το διαιρεμένο πλήθος συνδέεται με την μονάδα μέσω του ενωμένου πλήθους και μέσω της δυάδας που αποτελεί κάτι σαν μητέρα και ρίζα μέσα σε αυτό. Αλλά αυτά αποτελούν απεικόνιση των ίδιων των θεών και μπορούν να παράσχουν μεγάλη ευκολία σε όσους θέλουν να ακολουθήσουν  την αναλογία. Έτσι, λοιπόν, οι Κλαζομένιοι είναι περισσότεροι, ο Αδείμαντος και ο Γλαύκωνας είναι δύο, και μέσω αυτών γίνεται η επαφή των Κλαζομενίων με τον Αντιφώντα, ο οποίος είναι ένας. Και είναι φανερό ότι παντού το πλήθος συμμετέχει στη μονάδα μέσω της δυάδας, και ότι οι Κλαζομένιοι, οι οποίοι ήταν κάποιοι φυσικοί, οδεύουν προς την συμμετοχή στα τελειότερα μέσω όσων έχουν μια φυσική συγγένεια μεταξύ τους, και ότι τα δεύτερα πάντα εξαρτώνται από τα προηγούμενά τους, και ότι όλα ανάγονται στον ένα νου του Παρμενίδη. Γιατί και οι Κλαζομένιοι χρειάζονται τον Αδείμαντο και τον Γλαύκωνα, αυτοί οδηγούν τους Κλαζομενίους στον Αντιφώντα, ο Αντιφώντας τους συμπληρώνει με τα λόγια του Πυθόδωρου, και ο Πυθόδωρος είναι μεταβιβαστής των συνουσιών [συζητήσεων] του Παρμενίδη, του Ζήνωνα και του Σωκράτη. Αυτοί πάλι είναι ενωμένοι με τον Παρμενίδη και θέλουν να στέκονται κοντά του, ο Σωκράτης έχοντας στραμμένη την προσοχή του στο πλήθος των Ειδών, και ο Ζήνωνας ενοποιώντας το πλήθος και σπεύδοντας προς τον ίδιο το ΈναΜάλιστα, έχοντας κατά νου ότι ο το Ένα δηλώνει πρόοδο και το Αγαθό επιστροφή, θα λέγαμε ότι ο Σωκράτης δηλώνει την πρόοδο και ο Ζήνωνας την επιστροφή.
Συνεχίζεται……

Πηγή:http://eleysis69.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

ShareThis