Όπως μας λέγει ο Πρόκλος, στο «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, τόμος Α’, 21.1 – 23.12», ο Πλάτων δεν αποδέχτηκε ολόκληρη τη δραματουργία των μυθικών δημιουργημάτων, αλλά όποιο μέρος της «έχει σαν στόχο το ωραίο και το αγαθό», όπως λέγει στην «Πολιτεία, 462.a», και δεν είναι ασύμφωνο με τη θεία υπόσταση. Γιατί ο τρόπος της μυθολογίας είναι αρχαίος και, δηλώνοντας με υπονοούμενα τα θεία και απλώνοντας πολλά παραπετάσματα μπροστά από την αλήθεια και απεικονίζοντας τη φύση, η οποία προβάλλει τα αισθητά δημιουργήματα των νοητών και τα υλικά των άυλων και τα διαιρετά των αδιαιρέτων, κατασκευάζει είδωλα των αληθινών όντων και ψεύτικα όντα. Επειδή βέβαια οι παλαιοί ποιητές θεωρούσαν καλό να ανασυνθέτουν πιο τραγικά τις μυστικές γνώσεις για τους θεούς και για αυτό δημιούργησαν απάτες των θεών, ακρωτηριάσεις, πολέμους, αλληλοσπαραγμούς, αρπαγές, μοιχείες και πολλά άλλα τέτοια σύμβολα της κρυμμένης σε αυτά αλήθειας για τα θεία, ο Πλάτων αποποιείται αυτόν τον τρόπο της μυθολογίας και υποστηρίζει, πολύ σωστά όπως έχουμε εξηγήσει, ότι είναι εντελώς ακατάλληλος για την εκπαίδευση των νέων, ενώ συμβουλεύει η δημιουργία των διηγήσεων για τους θεούς με την μορφή μύθου να γίνεται με έναν τρόπο πιο ταιριαστό στην αλήθεια και πιο οικείο στην φιλοσοφική έξη. Αυτές οι διηγήσεις θα πρέπει να θεωρούν και να δεικνύουν πασιφανώς ότι το θείο είναι υπαίτιο όλων των αγαθών και κανενός κακού, ότι δεν μετέχει σε καμία μεταβολή διατηρώντας πάντοτε αμετάβλητη τη δική του σειρά, και ότι, έχοντας συμπεριλάβει εκ των προτέρων εντός του την πηγή της αλήθειας, δεν θα γίνεται αίτιο καμίας απάτης για τα άλλα. Τέτοια λοιπόν πρότυπα για την θεολογία ο Σωκράτης στην «Πολιτεία» υπέδειξε.
Όλοι λοιπόν οι μύθοι του Σωκράτη στην πλατωνική «Πολιτεία» διαφυλάσσουν την αλήθεια απόρρητη, χωρίς όμως να έχουν την εξωτερική μορφή τους ασύμφωνη από την αδίδακτη και αδιάφθορη προ-αντίληψη [γνώση με μορφή μνήμης], η οποία υπάρχει εκ φύσεως μέσα μας, αλλά μεταφέρουν μια εικόνα της συγκρότησης του Κόσμου, στην οποία και το φαινόμενο κάλος [ορατή ομορφιά] είναι ταιριαστό ,ε τον θεό και η ποιο θεϊκή από αυτήν έχει εδραιωθεί μέσα στις αφανείς ζωές και δυνάμεις των θεών. Ένας τρόπος, λοιπόν, είναι αυτός με τον οποίο τους μύθους τους σχετικούς με τα θεία πράγματα «ἐκ τοῦ φαινομένου παρανόμου καὶ ἀλογίστου καὶ ἀτάκτου» τους οδήγησε στην τάξη, τον κανόνα και την σύνθεση που στοχεύει στο καλό (ωραίο) και στο αγαθό.
Ένας άλλος τρόπος είναι αυτός τον οποίο μας παραδίδει στον «Φαίδρο», ζητώντας να διατηρούμε παντού απρόσμικτη τη μυθολογία των θεών από τις φυσικές ερμηνείες και πουθενά να μην ανακατεύουμε ούτε να διασταυρώνουμε την Θεολογία και τη φυσική θεωρία.
Γιατί, καθώς το θείο «ἐξῄρηται τῆς ὅλης φύσεως» [στέκεται πάνω από το σύνολο της φύσεως], έτσι βέβαια και οι περί θεών λόγοι πρέπει να είναι εντελώς απρόσμικτοι από τη μελέτη της φύσεως. Γιατί αυτό, λέει, είναι «ἐπίπονον καὶ οὐ πάνυ, φησίν, ἀνδρὸς ἀγαθοῦ»[1], το να αποτελούν σκοπό του νοήματος των μύθων τα φυσικά φαινόμενα , και τη Χίμαιρα, για παράδειγμα, και τη Γοργόνα και καθένα από αυτά με τη βοήθεια της σοφίας να το ταυτίσουμε με τα φυσικά πλάσματα. Γιατί αυτά ο Σωκράτης τα έχει πει κατηγορώντας όσους υποστηρίζουν ότι η Ωρείθυια λέγεται με τη μορφή μύθου ότι έχει αρπαχτεί από τον Βορέα, επειδή την ερωτεύτηκε, αν και ήταν θνητή, γιατί, καθώς έπαιζε, παρασύρθηκε και έπεσε πάνω στα βράχια από έναν βόρειο άνεμο. Γιατί πρέπει οι μύθοι γύρω από τους θεούς να έχουν πάντοτε πιο σοβαρά από τα φαινόμενα τα κρυφά νοήματα τους.
Επομένως, αν κάποιοι και από τους πλατωνικούς μύθους μας θέτουν θέματα φυσικά ή θέματα που περιστρέφονται γύρω από τα εδώ εγκόσμια, θα ισχυριστούμε ότι και αυτοί εντελώς απομακρύνονται από τη φιλοσοφική σκέψη και ότι μόνο εκείνοι οι λόγοι είναι ερμηνευτές της αλήθειας που υπάρχει εντός των μύθων, όσοι στοχεύουν στην θεία, άυλη και χωριστή υπόσταση και κοιτάζοντας προς αυτήν κάνουν τις συνθέσεις και τις αναλύσεις των μύθων κατά τρόπο ταιριαστό με τις προλήψεις που υπάρχουν μέσα μας για τα θεία.
Μάλιστα ο Πρόκλος, στο «Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδη, τόμος Ε’, 1024.39 – 1025.37», λέει ότι όπως η κάθοδος μας έχει γίνει μέσα από πολλά ενδιάμεσα στάδια, καθώς η ψυχή προχωρά από τις απλούστερες ενέργειες στις πιο σύνθετες, έτσι και η άνοδος θα γίνει μέσα από πολλά ενδιάμεσα στάδια, καθώς η ψυχή αναλύει τον διάκοσμο της ζωής που συνέθεσε. Κατά αυτή την έννοια λέει ότι πρέπει πρώτα να καταδικάσουμε τις αισθήσεις «ὡς οὐδὲν ἀκριβὲς οὐδὲ ὑγιὲς γιγνώσκειν δυναμένων», αλλά έχουν μεγάλη σύγχυση, υλικότητα και παθητικότητα, επειδή χρησιμοποιούν κάποια τέτοια όργανα. Έπειτα πρέπει να αφαιρέσουμε τις φαντασίες, τις Στυμφαλίδες όρνιθες που πετούν μέσα μας, στον βαθμό που νοούν πράγματα «κακὰ μορφωτικὰ καὶ ἐσχηματισμένα» και δεν μπορούν να συλλάβουν καθόλου το «ἀσχημάτιστον καὶ ἀμερὲς εἶδος», αλλά παρεμποδίζουν την καθαρή και άυλη νόηση της ψυχής με το να παρεμβάλλονται και να της δημιουργούν θόρυβο (ενοχλήσεις) κατά τις αναζητήσεις της. Τρίτον μετά από τα παραπάνω, να αποκόψουμε τις πολύμορφες γνώμες και την περιπλάνηση των ψυχών γύρω από αυτές. Γιατί δεν προσεγγίζουν την αιτία και δεν προκαλούν μέσα μας την επιστήμη και τη μετουσία στον χωριστό (υπερβατικό) νου. Τέταρτον, τέλος, αφού αναχθούμε στο πέλαγος των επιστήμων, εκεί μέσω της διαλεκτικής να θεωρήσουμε (παρατηρήσουμε) τις διαιρέσεις και τις συνθέσεις τους και γενικά την ποικιλία των εν ημίν Ειδών. Τότε η διάνοιά μας (η μεταβατική νόησή μας) αφού μέσω της θεωρήσεως (παρατηρήσεως) εξυφάνει τον εαυτής διάκοσμο, θα δει ότι πρέπει να απομακρυνθεί από αυτή την σύνθεση και να προσεγγίσει πλέον νοητικά (με τον τρόπο του νου) τα όντως Όντα. Γιατί ο νους είναι ανώτερος από την επιστήμη, και η κατά νου ζωή της προτιμότερη της κατ’ επιστήμη ζωής.
Είναι, λοιπόν πολλές οι περιπλανήσεις και οι περιδινήσεις της ψυχής. Γιατί άλλη είναι αυτή στο επίπεδο της φαντασίας, άλλη πριν από αυτήν στο επίπεδο της γνώμης, άλλη στο επίπεδο της ίδιας της μεταβατικής νόησης.
Μόνο η ζωή που στηρίζεται στον νου είναι απλανής και αυτό είναι το μυστικό λιμάνι της ψυχής, στο οποίο η ποίηση οδηγεί τον Οδυσσέα μετά την μεγάλη περιπλάνηση της ζωής και εμείς περισσότερο θα οδηγήσουμε τους εαυτούς μας, αν βεβαίως θέλουμε να σωθούμε.
Αυτά για τους φιλοσοφικούς & θεολογικούς μύθους, Πλατωνικούς και μη.
Πέραν τούτων όμως, και όπως λέγει ο Ιουλιανός, στο «Προς Ηράκλειον κυνικόν, 12.9», «Διότι εκείνο που μας ανοίγει το δρόμο προς την αλήθεια είναι ακριβώς το απίθανο στοιχείο που υπάρχει στους μύθους. Όσο δηλαδή πιο παράδοξος κι απίστευτος είναι ο μύθος, τόσο περισσότερο δεν θέλουμε να πιστέψουμε ότι λέει, αλλά να ερευνήσουμε όσα υπονοεί, και δεν σταματάμε μέχρις ότου, με την καθοδήγηση των θεών φωτιστούμε ή μάλλον τελειοποιήσουμε τον νου μας, χωρίς να ξεχνάμε πως υπάρχει μέσα μας κάτι ανώτερο από τον νου, ένα μικρό κομμάτι δηλαδή από το Ένα και το Αγαθό, που κατέχει αδιαίρετα το Παν, το πλήρωμα, θα λέγαμε της ψυχής, μέσα στο οποίο η αφηρημένη παρουσία του Ενός και του Αγαθού περικλείει ολόκληρη την ψυχή. Αλλά δεν ξέρω τι μου ήρθε και παρασύρθηκα σε τέτοιες Διονυσιακές εξάρσεις, “και θα σφραγίσω το στόμα μου” επειδή δεν πρέπει να λέμε τίποτα για τα άρρητα. Για τα οποία όμως εύχομαι οι θεοί να μου δώσουν το προνόμιο, όπως και στους περισσότερους από εσάς που είστε ακόμα αμύητοι – τὸ γὰρ ἐν τοῖς μύθοις ἀπεμφαῖνον αὐτῷ τούτῳ προοδοποιεῖπρὸς τὴν ἀλήθειαν· ὅσῳ γὰρ μᾶλλον παράδοξόν ἐστι καὶ τερατῶδες τὸ αἴνιγμα, τοσούτῳ μᾶλλον ἔοικε διαμαρτύρεσθαι μὴ τοῖς αὐτόθεν λεγομένοις πιστεύειν, ἀλλὰ τὰ λεληθότα περιεργάζεσθαι καὶ μὴ πρότερονἀφίστασθαι, πρὶν ἂν ὑπὸ θεοῖς ἡγεμόσιν ἐκφανῆ γενόμενα τὸν ἐν ἡμῖν τελέσῃ. μᾶλλον δὲ τελειώσῃ, νοῦν καὶ εἰ δή τι κρεῖττον ἡμῖν ὑπάρχει τοῦ νοῦ αὐτοῦ, τοῦ ἑνὸς καὶ τἀγαθοῦ μοῖρά τις ὀλίγη τὸ πᾶν ἀμερίστως ἔχουσα, τῆς ψυχῆς πλήρωμα, καὶ ἐν τῷ ἑνὶ καὶ ἀγαθῷ συνέχουσα πᾶσαν αὐτὴν διὰ τῆς ὑπερεχούσης καὶ χωριστῆς αὐτοῦ καὶ ἐξῃρημένης παρουσίας. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἀμφὶ τὸν μέγαν Διόνυσον οὐκ οἶδ’ ὅπως ἐπῆλθέ μοι βακχεύοντι μανῆναι, «τὸν βοῦν δὲἐπιτίθημι τῇ γλώττῃ»· περὶ τῶν ἀρρήτων γὰρ οὐδὲν χρὴ λέγειν. Ἀλλά μοι θεοὶ μὲν ἐκείνων καὶ ὑμῶν δὲ τοῖς πολλοῖς,ὅσοι τέως ἐστὲ τούτων ἀμύητοι, τὴν ὄνησιν δοῖεν».
Ὁ δε Σαλλούστιος, στο «Περί Θεών και Κόσμου» (4.4.1-4.6.4), διακρίνει τους Μύθους ως εξής : «Από τους μύθους, ορισμένοι είναι θεολογικοί, άλλοι φυσικοί, άλλοι ψυχικοί, άλλοι υλικοί, και αυτοί που αποτελούν σύνθεση εξ’αυτών. Οι θεολογικοί μύθοι δεν σχετίζονται με τίποτα το σωματικό αλλά μελετούν τις πραγματικές ουσίες των Θεών, όπως ο μύθος του Κρόνου που καταπίνει τα παιδιά του. Επειδή ο Θεός είναι νοερός και κάθε νους επιστρέφει εις τον εαυτόν του, την ουσία του Θεού υπαινίσσεται ο μύθος. Θεωρούμε τους μύθους φυσικούς όταν ομιλούν περί των ενεργειών των Θεών εις τον Κόσμο. Όπως κάποιοι ταυτίζουν τον Κρόνο με τον Χρόνο καιονομάζοντας τα μέρη του Χρόνου, παιδιά του Όλου (Σύμπαντος), ισχυρίζονται πως τα παιδιά καταπίνονται απότον πατέρα τους. Ψυχικούς ονομάζουμε τους μύθους που παρατηρούν τις ενέργειες της ψυχής, διότι και των ψυχών μας οι νοήσεις αν και εισέρχονται εις άλλους, παραμένουν εντός των γεννητόρων. Τέλος, οι μύθοι είναιυλικοί, όπως οι Αιγύπτιοι λόγω απαιδευσίας θεωρούν και ονομάζουν τους Θεούς (υλικά) σώματα και έτσι αποκαλούν την Ίσιδα γη, τον Όσιρι υγρόν ή τον Κρόνο ύδωρ, τον Άδωνη καρπούς, τον Διόνυσο οίνο. Το να λέμεότι αυτά ανήκουν εις τους Θεούς, όπως τα βότανα, οι λίθοι και τα ζώα, είναι έργο σωφρόνων ανθρώπων. Το ότι,όμως, είναι Θεοί ανήκει σε τρελούς. Εκτός κι αν χρησιμοποιούμε εκφράσεις από συνήθεια και καλούμε την σφαίρα του Ηλίου και τις ακτίνες του, Ήλιο. Θα παρατηρήσουμε το μικτό είδος των μύθων, όπως και σε πολλές άλλεςλεπτομέρειες με τις οποίες σχετίζονται, αναφερόμενοι εις τον μύθο της Έριδος που παρευρισκομένη εις το συμπόσιο των Θεών, έρριψε ένα χρυσό μήλο και προκάλεσε φιλονικία ανάμεσα στις Θεές, οι οποίες εστάλησαν υπό του Διός στον Πάρι δια να κρίνει. Αυτός, αφού του φάνηκε καλή η Αφροδίτη, της έδωσε το μήλον. Εδώ, λοιπόν, το συμπόσιο σημαίνει τις υπερκόσμιες δυνάμεις των Θεών, οι οποίες ευρίσκονται εν σχέσει η μία μετά τηςάλλης. Το χρυσό μήλον τον Κόσμο, ο οποίος λόγω της γενέσεώς του εκ των εναντίων είναι λογικό να λέγεται ότι ρίχτηκε υπό της Έριδος. Επειδή όμως τα διαφορετικά δώρα είναι μοιρασμένα στον Κόσμο από διαφορετικούς Θεούς, φαίνεται πως αντιμάχεται ο ένας τον άλλον για το μήλο. Η ψυχή ζώντας συμφώνως προς τις αισθήσεις (κι αυτή είναι ο Πάρις), αγνοώντας τις άλλες δυνάμεις στον Κόσμο εκτός του κάλλους, λέγει ότι το μήλον ανήκει στην Αφροδίτη. Απ’ αυτά τα είδη των μύθων, οι θεολογικοί πρέπει να ανήκουν εις τους φιλοσόφους, οι φυσικοί και οι ψυχικοί στους ποιητές και οι μικτοί στις τελετές, επειδή κάθε τελετή θέλει να μας ενώσει με τον Κόσμο και τους Θεούς – 4.1 (η) Τῶν δὲ μύθων οἱ μέν εἰσι θεολογικοί, οἱ δὲ φυσικοί, οἱ δὲ ψυχικοί τε καὶ ὑλικοί, καὶ ἐκ τούτων μικτοί. Εἰσὶ δὲ θεολογικοὶ μὲν οἱ μηδενὶ σώματι χρώμενοι ἀλλὰ τὰς οὐσίας αὐτὰς τῶν Θεῶν θεωροῦντες• οἷον αἱ τοῦ Κρόνου καταπόσεις τῶν παίδων• ἐπειδὴ νοερὸς ὁ Θεὸς πᾶς δὲ νοῦς εἰς ἑαυτὸν ἐπιστρέφει, τὴν οὐσίαν ὁ μῦθος αἰνίττεται τοῦ Θεοῦ. 4.2 Φυσικῶς δὲ τοὺς μύθους ἔστι θεωρεῖν ὅταν τὰς περὶ τὸν Κόσμον ἐνεργείας λέγῃ τις τῶν Θεῶν• ὥσπερ ἤδη τινὲς χρόνον μὲν τὸν Κρόνον ἐνόμισαν, τὰ δὲ μέρη τοῦ χρόνου παῖδας τοῦ Ὅλου καλέσαντες καταπίνεσθαι ὑπὸ τοῦ πατρὸς τοὺς παῖδάς φασιν. Ὁ δὲ ψυχικὸς τρόπος ἐστὶν αὐτῆς τῆς ψυχῆς τὰς ἐνερ γείας σκοπεῖν, ὅτι καὶ τῶν ἡμετέρων ψυχῶν αἱ νοήσεις, κἂν εἰς τοὺς ἄλλους προέλθωσιν, ἀλλ᾽ οὖν ἐν τοῖς γεννήσασι μένουσιν. 4.3 Ὑλικὸς δέ ἐστι καὶ ἔσχατος, ᾧ μάλιστα Αἰγύπτιοι δι᾽ ἀπαιδευσίαν ἐχρήσαντο, αὐτὰ τὰ σώματα Θεοὺς νομίσαντες καὶ καλέσαντες [καὶ] Ἶσιν μὲν τὴν γῆν, Ὄσιριν δὲ τὸ ὑγρόν, Τυφῶνα δὲ τὴν θερμότητα, ἢ Κρόνον μὲνὕδωρ, Ἄδωνιν δὲ καρπούς, Διόνυσον δὲ οἶνον. Ταῦτα δὲ ἀνακεῖσθαι μὲν Θεοῖς λέγειν ὥσπερ καὶ βοτάνας καὶ λίθους καὶ ζῷα σωφρονούντων ἐστὶν ἀνθρώπων, Θεοὺς δὲ καλεῖν μαινο μένων• εἰ μὴ ἄρα ὥσπερ τοῦ ἡλίου τὴν σφαῖραν καὶτὴν ἀπὸ τῆς σφαίρας ἀκτῖνα ῞Ηλιον ἐν συνηθείᾳ καλοῦμεν. 4.4 Τὸ δὲ μικτὸν εἶδος τῶν μύθων ἐν πολλοῖς μὲν καὶἄλλοις ἔστιν ἰδεῖν, καὶ μέντοι καὶ ἐν τῷ συμποσίῳ φασι τῶν Θεῶν τὴν Ἔριν μῆλον ῥῖψαι χρυσοῦν, καὶ περὶ τούτου τὰς Θεὰς φιλονεικούσας ὑπὸ τοῦ Διὸς πρὸς τὸν Πάριν πεμφθῆναι κριθησομένας• τῷ δὲ καλήν τε φανῆναι τὴνἈφροδίτην, καὶ ταύτῃ δοῦναι τὸ μῆλον. 4.5 Ἐνταῦθα γὰρ τὸ μὲν συμπόσιον τὰς ὑπερκοσμίους δυνάμεις δηλοῖ τῶν Θεῶν, καὶ διὰ τοῦτο μετ᾽ ἀλλήλων εἰσί• τὸ δὲ χρυσοῦν μῆλον τὸν Κόσμον, ὃς ἐκ τῶν ἐναντίων γινόμενος εἰκότως ὑπὸτῆς Ἔριδος λέγεται ῥίπτεσθαι. Ἄλλων δὲ ἄλλα τῷ Κόσμῳ χαριζομένων Θεῶν, φιλονεικεῖν ὑπὲρ τοῦ μήλου δοκοῦσιν•ἡ δὲ κατ᾽ αἴσθησιν ζῶσα ψυχή—τοῦτο γάρ ἐστιν ὁ Πάρις—τὰς μὲν ἄλλας ἐν τῷ Κόσμῳ δυνάμεις οὐχ ὁρῶσα μόνον δὲτὸ κάλλος, τῆς Ἀφροδίτης τὸ μῆλον εἶναί φησι. 4.6 Πρέπουσι δὲ τῶν μύθων οἱ μὲν θεολογικοὶ φιλοσόφοις, οἱ δὲφυσικοὶ καὶ ψυχικοὶ ποιηταῖς, οἱ δὲ μικτοὶ τελεταῖς, ἐπειδὴ καὶ πᾶσα τελετὴ πρὸς τὸν Κόσμον ἡμᾶς καὶ πρὸς τοὺς Θεοὺς συνάπτειν ἐθέλει».
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα λεγόμενα, τόσο του Ιουλιανού όσο και του Σαλούτιου κατανοούμε ότι το πραγματικό νόημα των μύθων δεν έχει καμία μα καμία σχέση με τις σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες που θέλουν τους μύθους των Ελλήνων να είναι πραγματικά ιστορικά γεγονότα μιας κάποιας αρχαίας εποχής, αλλά αντιθέτως το νόημα και ο λόγος των μύθων είναι αυστηρά οντολογικής υφής, αφενός, και άχρονος, αφετέρου.
Συγγραφέας κειμένου : Κεφάλας Ευστάθιος [4/12/2009, ΕΛΛΑΣ]
————————————————————————————————————————–
Πηγές
Πρόκλος
- «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, τόμος Α’, 21.1 – 23.12».
- «Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδη, τόμος Ε’, 1024.39 – 1025.37».
[1] Παράφραση χωρίου στον πλατωνικό «Φαίδρο, 229.d».
Το είδαμε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.